Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Λουίζ Μέλενμπεργκ Μπέγκτρουπ του Τμήματος Επαγγελματικής και Περιβαλλοντικής Ιατρικής του Νοσοκομείου Μπίσπεμπιερκ & Φρεντέρικσμπεργκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “Occupational & Environmental Medicine”, ανέλυσαν στοιχεία για 22.744 εργαζόμενες.
Διαπιστώθηκε ότι, μετά από οκτώ εβδομάδες εγκυμοσύνης, οι γυναίκες που δούλευαν τουλάχιστον δύο βράδια την εβδομάδα, είχαν κατά μέσο όρο 32% αυξημένο κίνδυνο αποβολής μέσα στην επόμενη εβδομάδα, σε σχέση με όσες δεν έκαναν καθόλου νυχτερινή εργασία.
Ο κίνδυνος αποβολής αύξανε όσες περισσότερες νυχτερινές βάρδιες έκανε μια έγκυος μέσα στην εβδομάδα και όσες περισσότερες ήταν οι συνεχόμενες νυχτερινές βάρδιες. Πριν την όγδοη εβδομάδα της εγκυμοσύνης η σχέση νυχτερινής εργασίας και αποβολής δεν ήταν τόσο σαφής.
Ο βιολογικός μηχανισμός, που εμπλέκεται, αφορά κυρίως τη μείωση της μελατονίνης. Οι γυναίκες, που εργάζονται τα βράδια, εκτίθενται σε τεχνητό φως, πράγμα που διαταράσσει το βιολογικό “ρολόι” τους (τον κιρκάδιο ρυθμό) και μειώνει την έκκριση της εν λόγω ορμόνης.
Η μελατονίνη παίζει σημαντικό ρόλο σε μια επιτυχή κύηση, πιθανώς επειδή βοηθά στην ομαλή λειτουργία του πλακούντα. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι στην Ευρώπη περίπου μία γυναίκα στις επτά (το 14%) εργάζεται βράδυ τουλάχιστον μια φορά το μήνα.