Στους 3 μήνες το 10% των ασθενών της Καρδιολογικής κλινικής του ΓΝ Πάφου επαναρχίζουν το κάπνισμα.
Σημαντικά στατιστικά στοιχεία από την Καρδιολογική Κλινική του ΓΝ Πάφου δίδει με ανακοίνωση του ο Διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής του ΓΝ Πάφου Δρ. Ιωσήφ Μουτήρης με την ευκαιρία της διεθνούς ημέρας ενημέρωσης για τις αρνητικές συνέπειες του καπνίσματος.
Σύμφωνα με τον κ. Μουτήρη το κάπνισμα, το άγχος, η κληρονομικότητα, ο διαβήτης, η υπέρταση και οι δυσλιπιδαιμίες, αποτελούν ισχυρούς προδιαθεσικούς παράγοντες για στεφανιαία νόσο και έμφραγμα μυοκαρδίου.
Στους ασθενείς που εισάγονται στη καρδιολογική κλινική του ΓΝ Πάφου με οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, ποσοστό 75% είναι ενεργοί καπνιστές, όπως είπε.
Μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο, συνήθως διακόπτουν το κάπνισμα. Στους 3 μήνες, το 10% των ασθενών επαναρχίζουν το κάπνισμα, με το ποσοστό να αυξάνεται στο 25% στους 12 μήνες.
Η πτωχή αυτή συμμόρφωση στη διακοπή του καπνίσματος συνδέεται, προστίθεται στην ανακοίνωση, με την αυτοπεποίθηση που προοδευτικά επανακτούν, και στην έλλειψη ικανοποιητικών προγραμμάτων καρδιακής αποκατάστασης.
Γενικά από το 2003 μέχρι και το τέλος του 2017, καταγράφηκε στη κλινική, μεταξύ μερικών χιλιάδων στεφανιαίων ασθενών, ένα ποσοστό από 20-28% να επαναρχίζουν το κάπνισμα, με το 10% να το έχουν αρχίσει για πρώτη φορά μέσα σε 14 μήνες από το καρδιακό επεισόδιο.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι επίσης η αύξηση του ποσοστού υπέρβαρων και παχύσαρκων ασθενών καθώς και η επίπτωση του διαβήτη που παρατηρείται να έχει προοδευτική αύξηση.
Αυτοί οι δείκτες, με παράλληλη μείωση της συστηματικής άσκησης μεταξύ των στεφανιαίων ασθενών, είναι ενδεικτικοί των ελλειπών προγραμμάτων δευτερογενούς πρόληψης και υπαγορεύουν την ανάγκη εισαγωγής στα νοσοκομεία μας προγράμματος καρδιακής αποκατάστασης, στα πρότυπα πετυχημένων παρόμοιων προγραμμάτων σε άλλες χώρες καταλήγει στην ανακοίνωση του ο Δρ. Μουτήρης.