H συμπλήρωση 50 χρόνων από το δίδυμο έγκλημα του 1974, το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, παρέχει την ευκαιρία μιας οδυνηρής αναδρομής στο παρελθόν για να αναζητήσουμε τα αίτια αυτής της τραγωδίας αλλά και για ένα συλλογικό προβληματισμό για την αναγκαία στρατηγική και τακτική για την απαλλαγή από το μίασμα της τουρκικής στρατιωτικής κατοχής και την σωστή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Είναι με ιδιαίτερη χαρά που καλωσορίζουμε στην Κύπρο και σε αυτή την εκδήλωση αγαπητούς φίλους και συντρόφους από τη Μητροπολιτική Ελλάδα, τον Κώστα Σκανδαλίδη και τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Μια κρίσιμη παράμετρος της αναζήτησης της αλήθειας για το πως οδηγήθηκε η Κύπρος στο μαύρο καλοκαίρι του 1974, είναι ο ρόλος της εφτάχρονης χουντικής τυραννίας στην Ελλάδα.
57 χρόνια από την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα και το ερώτημα που λογικά τίθεται μπροστά μας όταν συζητούμε την Κυπριακή τραγωδία, είναι πώς φτάσαμε στο 1974, στον Ιούλη του φασιστικού πραξικοπήματος και της Τουρκικής εισβολής. Και ποια η σχέση της 21ηςΑπριλίου 1967 με την εθνική καταστροφή της Κύπρου. Για να απαντήσουμε σε αυτά ταερωτήματα θα πρέπει πρώτα να αναλύσουμε την υφή του Κυπριακού προβλήματος. Ήταν πάγια τακτική των αποικιστών φεύγοντας από τις αποικίες να διατηρούν κατάλοιπα δικαιωμάτων ή διαιρετικά στοιχεία τα οποία αργότερα θα χρησιμοποιούσαν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους σε περιοχές που παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τιςΜητροπόλεις. Η αποικιακή δύναμη, αποχωρώντας από την Κύπρο διατήρησε μια κατάσταση ημιανεξαρτησίας, με ένα καθεστώς υπό εγγύηση, φυλετικά διαιρετικό, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και τελικά χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα διαιώνισης και επέκτασης των αποικιακών δεσμών. Στόχος η στρατηγική σημασία της Κύπρου στην περιοχή, που φυσικά σε τελευταία ανάλυση σημαίνει άσκηση οικονομικού και πολιτικού ελέγχου πάνω στις γειτονικές χώρες και στους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους.
Παρουσίαζαν και εξακολουθούν να παρουσιάζουν και σήμερα το θέμα σαν μια δήθεν αναμέτρηση ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους, προβάλλοντας το αδύνατο της συμβίωσης και την ανάγκη χωριστών τόπων διαμονής. Με αυτή την ψεύτικη τοποθέτηση στοχεύουν μόνιμα στη δημιουργία δύο χωριστών ελεγχομένων κρατιδίων.
Η άρνηση του Μακαρίου και του Κυπριακού λαού να αποδεχθεί αυτή τη θεώρηση του Κυπριακού και συνεπώς η αντίσταση σε μια πορεία διχοτόμησης οδήγησε στην υιοθέτηση μιας πορείας συνωμοσιών, παγίδων και κατά μέτωπο επίθεσης ενάντια τον Κυπριακό λαό και την ηγεσία του, ενάντια την ίδια την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα γεγονότα του 1963 – 64 αποτελούν τηνπρώτη φάση ενός καλά συγκροτημένου σχεδίου. Εκμεταλλευόμενοι οι Τούρκοι και οι Άγγλοι τις λογικές προτάσεις του Μακαρίου για τροποποίηση του Συντάγματος δημιούργησαν κρίση της οποίας οι στόχοι ήταν σαφείς.
Στην πραγματικότητα τα γεγονότα του 1963ήταν η αφετηρία μιας μακράς διαδικασίας που οδήγησε στην τουρκική εισβολή του 1974.
Το σενάριο ήταν απλό. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ο Τουρκικός πληθυσμός κινδύνευε δήθεν να «σφαγεί» και να «εξολοθρευθεί». Κατά συνέπεια η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να επέμβει για να το σώσει. Και ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτή η διάσωση, ήταν η διχοτόμηση της Κύπρου ανάμεσα στην Ελληνική και την Τουρκική Κοινότητα.
Ενδεικτική για τους στόχους και τις προθέσεις των Αμερικάνων ήταν η εμφάνιση του περιβόητου Άτσεσον με το σχέδιο του, τον Ιούλιο του 1964.
Η εμφάνιση στο προσκήνιο του καθαρά διχοτομικού του σχεδίου, συνοδεύτηκε από αφόρητες Αμερικάνικες πιέσεις πάνω στη Λευκωσία και την Αθήνα για την αποδοχή του.
Ο μετέπειτα Πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία στο απόσπασμα» γράφει: « Οι Αμερικάνικες πιέσεις στις οποίες υποβληθήκαμε για να δεχθούμε το σχέδιο Άτσεσον ήταν πραγματικά ανυπόφορες. Ο Αμερικανός πρεσβευτής Χένρυ Λαμπουΐζ και ο Νόμπερτ Άνσιουτς, που ήταν το δεξί του χέρι και όπως μάθαμε πολύ αργότερα και πράκτορας της ΣΙΑ, μας επισκέπτονταν καθημερινά το σπίτι του πατέρα μου στο Καστρί. Μπροστά μας πάντα ο χάρτης της Κύπρου. Πολλές φορές η συζήτηση έπαιρνε έντονο ύφος. Η πιο αντιπαθητική άποψη της όλης διαδικασίας ήταν η προσπάθεια της Αμερικανικής αντιπροσωπείας να μας κάμει να δεχθούμε το σχέδιο Άτσεσον σε μικρές δόσεις. Μόλις διαισθάνονταν πως ο πατέρας μου ήταν έτοιμος να δεχθεί ένα σημείο, του παρουσίαζαν το επόμενο. Και πραγματικά δεν είχαμε αντιληφθεί ποιο ήταν το σχέδιο τους, μέχρι το τέλος σχεδόν. Και όταν τελικά ο Γεώργιος Παπανδρέου το απέρριψε και διέκοψε τις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, υποστήριξαν πως αθέτησε την υπόσχεση του –κι αυτό ήταν ένα προφανές ψεύδος που είχε σκοπό να συγκαλύψει την αποτυχία τους και να δικαιολογήσει τις αισιόδοξες εκθέσεις που είχαν στείλει στην Ουάσιγκτον».
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υπήρξε απόλυτα αρνητικός αναφορικά με το ξεκάθαρα διχοτομικό αυτό σχέδιο, με αποτέλεσμα να προκαλέσει το ναυάγιο των προσπαθειών του Άτσεσον που οργισμένος και μια απίστευτη κυνικότητα δήλωνε στις 27 Οκτώβρη του 1966, μιλώντας σε σεμινάριο του κολεγίου Σάλεμτης Βόρειας Καρολίνας, τα εξής:
«Κατά τη γνώμη μου η Διχοτόμηση είναι η καλύτερη λύση του Κυπριακού και δια να επιτύχει τούτο οιοσδήποτε θα πρέπει να ασκήσει πίεση επί του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου» Και πρόσθεσε: « Εάν είχα στη διάθεση μου τον 6ο στόλο της Μεσογείου, θα μπορούσα να διευθετήσω το Κυπριακό πρόβλημα και αύριο».
Κι όμως στην Κύπρο οι ορκισμένοι εχθροί του Μακαρίου προσπαθούσαν να δηλητηριάσουν τον Κυπριακό λαό, κατηγορώντας τον ότι είχε απορρίψει μια σπουδαία ευκαιρία για να πετύχει την Ένωση με την Ελλάδα.
Η αντίσταση του λαού μας, η σθεναρή στάση του Μακαρίου και η αδυναμία των ξένων να επιβάλουν διχοτομική λύση στην Κύπρο μέσω οποιασδήποτε κοινοβουλευτικής κυβέρνησης της Ελλάδας, οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης του Απρίλη και στην επιβολή φασιστικής δικτατορίας πάνω στον αδελφό Ελληνικό λαό.
Ο σαφής στόχος ήταν η ευθυγράμμιση της Αθήνας σε μια παράλληλη πορεία προς την πολιτική του Αμερικάνικου Πενταγώνου και της Βρετανίας για λύση του Κυπριακού μέσα στα συμμαχικά ατλαντικά πλαίσια.
Ο αρχηγός του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος στη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε: « Η ουσία του Ελληνικού προβλήματος είναι απλή. Η πατρίδα μας είναι χώρα υπό κατοχή. Και η κατοχή είναι αμερικανική. Μόνο οι στολές και η γλώσσα είναι Ελληνικές».
Την αλήθεια αυτή επιβεβαίωσαν αργότερα οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Μπίλ Κλίντον και ΡίτσαρτΧόλμπρουκ με δηλώσεις τους πριν μερικά χρόνια παραδέχθηκαν τις βαρύτατες Αμερικανικές ευθύνες, τόσο για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου όσο για την τραγωδία της Κύπρου.
Τα στρατευμένα παιδιά της Ελλάδας που στάληκαν από μια κοινοβουλευτική Κυβέρνηση, με εντολή να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή του Έθνους σε περίπτωση εξωτερικής επέμβασης, στην ουσία μετατράπηκαν σε όργανα προπαρασκευής συνωμοσιών που θα επέτρεπαν την επιβολή σχεδίων εθνικά καταστροφικών για τον Κυπριακό Ελληνισμό.
Με αυτό τον τρόπο η πορεία προς την προδοσία μπήκε στην τελική της φάση. Κι ενώ ο Ελληνικός λαός στέναζε κάτω από το πέλμα της δικτατορίας, η ηγεσία και οι παράγοντες της αντιμακαριακής παράταξης δέχτηκαν πρόθυμα να γίνουν υπηρέτες της δικτατορίας στην Κύπρο για να προετοιμαστεί με αυτό τον τρόπο η εκ των έσω άλωση του Κυπριακού Ελληνισμού. Τα πάντα άρχισαν να διαβρώνονται. Κάθε τομέας της εσωτερικής ζωής περνούσε σταδιακά κάτω από τον έλεγχο της χούντας. Η οποία σε μια κίνηση εθνικής μειοδοσίας απέσυρε την Ελληνική μεραρχία αφήνοντας ανυπεράσπιστη την Κύπρο στην τουρκική απειλή.
Μετά τα τελεσίγραφα Παπαδοπούλου, τον εκκλησιαστικό εκβιασμό με συντονιστή τον περιβόητο Παναγιωτάκο, ο Παπαδόπουλος απαίτησε, η Κυπριακή Κυβέρνηση να μετατραπεί σε υποεπιτροπή της χούντας,«παραμάγαζο» το ονόμαζε ο θεωρητικός της δικτατορίας Κωνσταντόπουλος. Την ίδια περίοδο το ΝΑΤΟ αφήνει εντελώς τα προσχήματα και συντονίζει την αντιμακαριακή– αντικυπριακή εκστρατεία. Έτσι ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Λούνς σε συνέντευξη του προς το ΒΒC έλεγε τον Ιούλιο του 1972 για το Μακάριο, μεταξύ άλλων:
« Και ο Αρχιεπίσκοπος , που ερωτοτροπούσε με τη Μόσχα, δεν είναι θάλεγα πολύ ισχυρό στοιχείο σταθερότητας. Ίσως να ακολουθεί επικίνδυνη πολιτική, αλλά υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στο νησί, όπως π.χ. οι Μητροπολίτες, που τον κάλεσαν δυο φορές να παραιτηθεί και να ασχοληθεί με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, προετοιμαζόμενος για ένα πολύ καλύτερο μέλλον.»
Η σθεναρή στάση του Μακάριου και οι λαϊκές κινητοποιήσεις δεν επέτρεψαν υλοποίηση των σχεδίων. Η διαπίστωση ότι ο πολιτικός και εκκλησιαστικός εκβιασμός δεν έδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, οδήγησαν τους συνωμότες στην υιοθέτηση μιας καινούργιας τακτικής,με ένα κύκλο βίας και ανωμαλίας,χρησιμοποιώντας την ΕΟΚΑ Β και τονΓρίβα ως φορείς αυτής της πολιτικής.
Ο στόχος με τη νέα αυτή τακτική ήταν να εξαναγκαστεί σε παραίτηση ο Μακάριος, ενώ η μέθοδος δολοφονίας του και συνεπώς συνταγματικού πραξικοπήματος παρέμενε πάντα στην εφεδρεία. Μετά την αποτυχία και αυτής της τακτικής το Αμερικανικό Πεντάγωνο, η ΣΙΑ και ο Κίσινγκερ, δεν είχαν άλλη επιλογή. Προχώρησαν έτσι στο τελευταίο στάδιο της συνωμοσίας. Στο πραξικόπημα και την εισβολή. Το πραξικόπημα και η εισβολή ήταν προσυμφωνημένες δίδυμες εκφράσεις της ίδιας κεντρικής συνωμοσίας. Στόχος αυτής της συνωμοσίας ήταν η κατάληψη της εξουσίας, η δολοφονία του Μακάριου και η επιβολή διάδοχων σχημάτων που θάτανπρόθυμα να εξυπηρετήσουν τα ξένα σχέδια.
Έτσι το φασιστικό όργιο της βίας και του αίματος απλώθηκε εφιαλτικά το πρωί της 15ηςΙουλίου, σε μια αποκορύφωση της προδοσίας ενάντια στην πατρίδα μας.
Οι εν ψυχρώ δολοφονίες, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια και οι εξευτελισμοί δημοκρατών αποτέλεσαν τις κύριες εκδηλώσεις του φασιστικού εγκλήματος.
Το αποκορύφωμα της συνωμοσίας, η Τουρκική εισβολή, έδειξε ανάγλυφα τις διαστάσεις της προδοσίας.
Ενώ οι συλλήψεις δημοκρατικών συνεχίζονταν και η Εθνική Φρουρά ξεχαρβαλώθηκε για την εμπέδωση του φασιστικού καθεστώτος, οι πληροφορίες για την Τουρκική εισβολή άφηναν ασυγκίνητα τα κέντρα εξουσίας στην Αθήνα και τη Λευκωσία.
Κι όχι μόνο αυτό. Υπάρχουν αδιάψευστες μαρτυρίες στρατιωτών που αναφέρουν ότι όταν φάνηκαν τα τουρκικά πολεμικά πλοία στις ακτές της Κερύνειας, Έλληνες αξιωματικοί, ΄προφανώς μυημένοι την προδοσία, έλεγαν ότι δεν επρόκειτο για στρατιωτική επιχείρηση αλλά για προγραμματισμένες ασκήσεις.
Όμως και στους αμύητους στην προδοσία αξιωματικούς, η χούντα και οι Αμερικάνοι φρόντισαν να δώσουν ψεύτικες πληροφορίες για να τους παραπλανήσουν, έτσι που να μην προβληθεί καμιά αντίσταση στην τούρκικη εισβολή. Ο Βασίλειος Πετρόπουλος, τότε υποδιοικητής και αναπληρωτής διοικητής Ναυτικού Σταθμού Κερύνειας, αναφέρει σχετικά σε γραπτή έκθεση που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Νίκου Κακαουνάκη «2650 μερόνυχτα συνωμοσίας».
«Την πρωίαν της 19ης Ιουλίου ειδοποιήθημεναπό το ΓΕΕΦ ότι ο εν Κύπρω Αμερικανός Πρέσβης Davis τους διαβεβαίωσε ότι αι ύποπτοι κινήσεις των Τούρκων δεν είναι τίποτε άλλο, από μίαν επίδειξιν δυνάμεως, ένεκα του ότι είχε πραγματοποιηθεί το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Το αποτέλεσμα όμως ήτο τα τουρκικά πολεμικά σκάφη να εισέλθουν εντός των Κυπριακών υδάτων και εις απόστασιν ουχί μεγαλυτέραν των δύο ναυτικών μιλίων εκ της ακτής της Κυρήνειας».
Ενώ λοιπόν τα τούρκικα σήματα δεν άφηναν καμιά απολύτως αμφιβολία για την επικείμενη εισβολή, αλλά αντίθετα καθόριζαν ακόμα και την ώρα και τον τόπο της απόβασης, ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Λευκωσία Ντέηβις, διαβεβαίωνε ότι οι Τούρκοι κάμνουν επίδειξη δυνάμεως.
Τα γεγονότα, οι μαρτυρίες, το πρόσφατα αποδεσμευθέων από τη Βουλή των Ελλήνων υλικό του Φακέλου της Κύπρου, επιβεβαιώνουν ότι ΗΠΑ σε συνεργασία με την Τουρκία συνέλαβαν και εξετέλεσαν, όχι απλώς ένα σχέδιο κατάληψης της Κύπρου, αλλά γενοκτονίας του Κυπριακού Ελληνισμού.
Παρόλα όμως τα κτυπήματα που δέχθηκε ο λαός μας, το σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε. Προσπάθησαν στα χρόνια που πέρασαν από την τραγωδία του 1974 να πείσουν το λαό μας ότι δεν υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας, ότι θα πρέπει να υποχωρήσουμε και να συνθηκολογήσουμε με τα τετελεσμένα γεγονότα αν θέλουμε να επιβιώσουμε.
Παράλληλα προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις τραυματικές και οδυνηρές εμπειρίες του λαού μας από τα γεγονότα της προδοσίας του 1974 για να χαρακτηρίζουν σαν εξτρεμισμό, ανευθυνότητα και συνθηματολόγηση την πατριωτική και συνετή θέση της άρνησης των τετελεσμένων γεγονότων και του αγώνα για απελευθέρωση της πατρίδας μας και διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σαφώς δεν πρέπει να αναζητούμε πεδίο αντιπαραθέσεων στη βάση του παρελθόντος. Τις πολιτικές μας πρέπει να τις καθορίζουμε και να τις οριοθετούμε στη βάση των υπαρκτών σημερινών πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων.
Η μνήμη ωστόσο πρέπει να παραμένει παρούσα και αλώβητη όχι για την αναπαραγωγή ενός απεχθούς διχαστικού παρελθόντος. Αλλά για να φωτίζει διδακτικά το παρόν και το μέλλον.
Με παθητική αντιμετώπιση δεν λύονταιπροβλήματα κατοχής, εθνικής επιβίωσης και απελευθέρωσης. Γιατί λαοί που αγωνίζονται δικαιώνονται. Και ο λαός μας, ο προδομένος αλλά αγονάτιστος λαός μας, είναι έτοιμος να συνεχίσει με ρεαλισμό αλλά και διεκδικητικότητα τους αγώνες και τις προσπάθειες για μια λύση που θα τερματίζει την κατοχή, θα αποκαθιστά τα ανθρώπινα δικαιώματα για όλους τους νόμιμους κατοίκους της Κύπρου Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους και θα θέτει τα θεμέλια για την Κύπρο της ειρήνης, της δημοκρατίας, την Κύπρο των οραμάτων και των προσδοκιών μας.