Αρχή για λύση ή αρχή του τέλους στο Κυπριακό;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία πέρασε, ήδη, σε δεύτερη μοίρα, καθώς στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος βρίσκεται πλέον ο πόλεμος στη Γάζα. Αμφότερες οι -χωρίς προηγούμενο – εστίες έντασης εγκυμονούν ευκαιρίες, αλλά και κινδύνους, για το δικό μας εθνικό θέμα.
Ας δούμε τις ευκαιρίες:
1.Η Δύση και οπωσδήποτε η Αμερική, έχουν σοβαρό συμφέρον να ελεγχθούν και οι δύο εστίες πολέμου, για λόγους διεθνούς ασφάλειας αλλά και λόγω γεωστρατηγικών σχεδιασμών. Κατά συνέπεια, το δικό μας «παράθυρο ευκαιρίας» είναι να παίξουμε με θάρρος το χαρτί της λύσης του Κυπριακού, με όρους διεθνούς ασφαλείας και με καθοριστικό τον ρόλο της Δύσης. Ήδη, το πλαίσιο Γκουτιέρες αναγνωρίζει ότι το σύστημα ασφαλείας του 1960 είναι ξεπερασμένο και δεν μπορεί να συνεχίσει να ισχύει. Εκτιμώ ότι, υπό προϋποθέσεις, δημιουργείται η ευκαιρία για μια θαρραλέα, καλά μελετημένη πρωτοβουλία της ελληνοκυπριακής ηγεσίας που να συνδέει τα θέματα ασφαλείας του Κυπριακού με το σύστημα ασφαλείας της Ευρώπης και της Δύσης.
- Η κρίση στην Ουκρανία έχει σοβαρό αρνητικό αποτύπωμα στον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης. Αργά ή γρήγορα και το Μεσανατολικό θα προσθέσει ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα στον τομέα της ενέργειας. Εδώ δημιουργείται η κατάλληλη συνθήκη ώστε να συνδέσουμε τη λύση του Κυπριακού και με τη δημιουργία ενεργειακών διαύλων τόσο στο νησί μας όσο και στη γειτονιά μας, αξιοποιώντας επιτέλους τα αποθέματά μας.
- Και στις δύο μείζονες κρίσεις της ευρύτερης περιοχής μας η, υπό την ηγεσία Ερντογάν, Τουρκία επέδειξε προκλητικά αντιδυτική και αντιαμερικανική στάση. Είναι ευκαιρία για την Κύπρο και για την Ελλάδα να δείξουμε στους Δυτικούς και στους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι έχουν ανάγκη και συμφέρον να συνταχθούν μαζί μας και στην κρίση του Κυπριακού προκειμένου να καταστεί εφικτή η επίλυσή του.
Ας δούμε όμως και τους κινδύνους:
1.Το Κυπριακό δεν είναι στην κορυφή των προτεραιοτήτων της διεθνούς γεωπολιτικής ατζέντας.
- Και στις δύο κρίσεις, Ουκρανικό και Παλαιστινιακό, προωθούνται ως λύσεις στο επίπεδο της διεθνούς διπλωματίας, αφενός μεν η μερική υποχώρηση του Ζελένσκι, ώστε να αποδεχθεί την προσάρτηση στη Ρωσία μέρους των κατεχομένων εδαφών, αφετέρου δε στο Παλαιστινιακό η λύση των δύο κρατών. Ενιαίες κρατικές οντότητες με πληθυσμούς διαφορετικών εθνοτικών καταβολών και διαφορετικών θρησκειών ή αντιτιθέμενων εκκλησιών, δεν θεωρούνται από τη διεθνή κοινότητα αξιόπιστες επιλογές.
Έχοντας, λοιπόν, επίγνωση των ευκαιριών και των κινδύνων στο ευρύτερο περιβάλλον, πρέπει τώρα να εστιάσουμε στα κρίσιμα ζητήματα, στην καρδιάτο υ εθνικού μας, θα έλεγα μάλιστα του υπαρξιακού μας, ζητήματος, με δεδομένο ότι αυτό τελεί σε χειμερία νάρκη, την πιο παρατεταμένη από την γένεση του προβλήματος. Από τον Ιούλιο του 2017 στο Crans Montana, ούτε καν Ειδικός Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ έχει οριστεί. Ρεαλιστικά αποτιμώντας την πραγματικότητα, πρόκειται για ένα θέμα χαμηλών προσδοκιών για τον ίδιο τον Γενικό Γραμματέα. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για την επιφυλακτικότητά του, με δεδομένες τις εμπειρίες του στη Γενεύη και στο Crans Montana το 2017 και μεταγενέστερα στο Βερολίνο το 2020 και στη Γενεύη το 2021.
Όμως, φαίνεται ότι κάτι κινείται, ίσως για τελευταία φορά: Κατ΄ αρχάς, ο ορισμός μιας προσωπικότητας ως απεσταλμένου του ΓΓ, με την συναίνεση των δυο κοινοτήτων αλλά και της Τουρκίας, θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν δεδομένος. Επί πλέον, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που θα γίνει εντός του Δεκεμβρίου, τα Ευρωτουρκικά θέματα θα είναι στην ατζέντα.
Ας εκτιμήσουμε τις δύο εξελίξεις προσεκτικά και μεθοδικά: θα είναι ο ορισμός απεσταλμένου του ΓΓ η αρχή μιας νέας πρωτοβουλίας, ή θα καταλήξει ως η πιθανώς οριστική ταφόπλακα για το Κυπριακό; Τονίζω εδώ ότι ο απεσταλμένος, όποιος κι αν είναι, για πρώτη φορά θα έχει χρονοδιάγραμμα δράσης: δεν θα είναι «αορίστου χρόνου». Το χρονικό περιθώριο που θα του δοθεί δεν πρόκειται να ξεπεράσει τους 6 μήνες – κι αυτό δεν αποτελεί δική μου εικασία: είναι το συμπέρασμά μου από τον κύκλο διπλωματικών επαφών που είχα το προηγούμενο διάστημα. Άρα, το ζητούμενο για τον απεσταλμένο θα είναι να βρει κοινό έδαφος για την έναρξη των διαπραγματεύσεων εντός 6 μηνών από τη στιγμή που θα λάβει την εντολή. Αντικειμενικά, πρόκειται για μια αποστολή εξαιρετικά δύσκολη, λαμβανομένων υπ΄ όψιν των θέσεων της Τουρκίας και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το χάσμα σήμερα φαντάζει αγεφύρωτο. Εμείς, ως Ελληνοκυπριακή κοινότητα, ζητάμε επανέναρξη του διαλόγου στο συμφωνημένο πλαίσιο της Δικοινοτικής- Διζωνικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα. Όμως, ενώ το ναυάγιο του Crans Montana σχετιζόταν με τα θέματα ασφαλείας, η δική μας πλευρά επικεντρώθηκε έκτοτε στη μη λειτουργικότητα του πλαισίου διακυβέρνησης. Ως αποτέλεσμα, στη διεθνή κοινότητα καλλιεργήθηκαν ερωτηματικά ως προς την αποδοχή της πολιτικής ισότητας από μέρους μας.
Από την πλευρά τους, η Τουρκία και η Τουρκοκυπριακή κοινότητα δια του Τατάρ θέτουν ως προϋπόθεση για επανέναρξη του διαλόγου την χωριστή κυριαρχία που οδηγεί σε δυο κράτη. Για μας, βέβαια, αυτή η προσέγγιση συνιστά κόκκινη γραμμή και συμφωνώ απολύτως. Δυστυχώς όμως, στο εξωτερικό επικρατεί η εντύπωση ότι τα «δυο κράτη», έστω και άτυπα, μπήκαν στις συζητήσεις, θεωρώντας δεδομένη τη βούληση και της δικής μας πλευράς. Επικαλούνται, μάλιστα και κάποιες άστοχες κινήσεις και τακτικές από το εσωτερικό μας – τις αποκαλώ άστοχες στο πλαίσιο μιας ψύχραιμης ανάλυσης, για να μην χρησιμοποιήσω βαρύτερη έκφραση. Και εύχομαι να μην αναγκαστώ να το πράξω.
Συμπερασματικά: Ο ορισμός του απεσταλμένου θα αποδειχθεί «ένα πουκάμισο αδειανό», εάν δεν αποσαφηνιστεί έγκαιρα το πλαίσιο στο οποίο θα λειτουργήσει και συγκεκριμένα, αν δεν πείσουμε την άλλη πλευρά για την πολιτική ισότητα όπως περιγράφεται στα ψηφίσματα των ΗΕ, έναντι της διχοτομικής κυριαρχικής ισότητας. Αν μείνουμε, εκούσια ή ακούσια, άπραγοι, τότε η Τουρκία, αντί να πιεστεί στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής θα βγει κερδισμένη, παίρνοντας εύσημα για την κατ’ αρχάς αποδοχή του ορισμού του απεσταλμένου. Όσο για εμάς θα μείνουμε με ένα ακόμα «ψήφισμα» – ευρωπαϊκό αυτή τη φορά – γενικόλογο ως ευχολόγιο. Τον λαό μας, όμως, τον έχουν κουράσει όχι μόνο οι χαμένες ευκαιρίες, αλλά και τα ψηφίσματα-ευχολόγια χωρίς αντίκρισμα.
Στο δια ταύτα: Είναι τώρα η ώρα της τόλμης στις πρωτοβουλίες και της αποφασιστικότητας στη διπλωματία. Για να μην οδηγηθούμε μετά από 6 μήνες σε ένα νέο αδιέξοδο, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα εκ μέρους των ηγετών και των δυο κοινοτήτων έμπρακτη επίδειξη θαρραλέας πολιτικής βούλησης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης οφείλει να διαλύσει τις οποιεσδήποτε σκιές ότι, δήθεν, η Ελληνοκυπριακή πλευρά αμφισβητεί την πολιτική ισότητα και να εγκαταλείψει τις γνωστές αμφιταλαντεύσεις του για το Πλαίσιο Γκουτιέρες. Απαιτούνται ηγετικό ανάστημα και αποφασιστικότητα, που δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τη μόδα της εποχής, να προσπαθούμε να είμαστε αρεστοί σε όλους. Ταυτόχρονα βεβαίως και ο Τατάρ πρέπει να εγκαταλείψει την ιδέα της χωριστής κυριαρχίας και των δύο κρατών, αφού εν τω μεταξύ θα έχει γίνει κατανοητό πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι η αποδοχή της πολιτικής ισότητας από την πλευρά μας είναι χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις. Ο Τατάρ πρέπει επίσης να αποδεχτεί τη σαφή θέση του ΓΓ όπως αποτυπώνεται στο Πλαίσιο Γκουτιέρες, ότι το σύστημα ασφαλείας του 60 δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Εάν οι πιο πάνω προϋποθέσεις δεν συντρέξουν, ο απεσταλμένος θα καταγράψει το χάσμα και θα κηρύξει αδιέξοδο, με ορατό το σενάριο και ο ίδιος ο ΓΓ του ΟΗΕ να επιστρέψει στο Συμβούλιο Ασφαλείας την εντολή για το Κυπριακό. Και τότε, αντί μιας νέας αρχής για επίλυση θα βιώσουμε την αρχή του τέλους του Κυπριακού προβλήματος. Νομοτελειακά, στη συνέχεια μιας τέτοιας εξέλιξης ΟΗΕ και ΕΕ, αντί προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού, θα περιοριστούν σε προσπάθειες άρσης της δήθεν οικονομικής απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Ας μην ξεχνάμε ότι η ΕΕ ουδέποτε απέσυρε την οδηγία για το απ’ ευθείας εμπόριο με το ψευδοκράτος, παρά μόνο την ανέστειλε.
Ίσως αυτό το δραματικό αδιέξοδο να βολεύει την Άγκυρα, μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και μερικούς θιασώτες του δήθεν βελούδινου διαζυγίου στη δική μας πλευρά.
Το λεγόμενο acknowledgement του καθεστώτος στα κατεχόμενα (δεν πιστεύω ότι θα πετύχουν ποτέ την αναγνώριση και τα δυο κράτη ) θα είναι η αρχή μιας τελειωτικής εθνικής καταστροφής. Γιατί, απλούστατα, η Τουρκία δεν θα αρκεστεί σε ό,τι κατέχει στο βόρειο τμήμα, αλλά, μέσω της δημογραφικής αλλοίωσης κατεχόμενων και ελεύθερων περιοχών, οι Ελληνοκύπριοι θα είμαστε, μετ’ ου πολύ, μια μικρή μειονότητα στην ίδια μας την πατρίδα.
Αρχή του τέλους σημαίνει απευθείας σύνορα με την Τουρκία σε όλη την κατοχική γραμμή, από τον Πύργο Τηλλυρίας, στο τέρμα της Λήδρας και μέχρι την Δερύνεια. Ο κυπριακός ελληνισμός θα κινδυνεύσει πραγματικά με απροσδιόριστες επιπτώσεις στο μέλλον γιατί θα έχουμε ένα εύθραυστο σύνορο, που θα αποτελεί μια διαρκή εστία συγκρούσεων. Σταδιακά, οι Ελληνοκύπριοι θα γίνουμε μειονότητα στον τόπο μας και οι Τουρκοκύπριοι θα είναι υπό εξαφάνιση.
Υ.Γ.
Πρόεδρε Νίκο Χριστοδουλίδη κατανοώ τη δυσχερή θέση σου. Από τη μια έχεις μια ευκαιρία-ίσως μικρή, το αναγνωρίζω- για μια τελευταία προσπάθεια να είσαι ο Πρόεδρος της Λύσης. Από την άλλη, αντιμετωπίζεις τον εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο να έχεις το θλιβερό προνόμιο να είσαι ο πρόεδρος της καταραμένης διχοτόμησης. Το status quo όπως το ζήσαμε εδώ και δεκαετίες οδηγεί στο απευκταίο τέλος. Αν επιδείξεις ηγετικότητα και πολιτικό θάρρος με πραγματικά δείγματα γραφής για την σωτηρία του τόπου, θα με βρεις δίπλα σου.