Τα πρόσφατα περιστατικά της Χλώρακας αλλά και τα κατά καιρών επεισόδια Παγκύπρια, ρίχνουν, για άλλη μια φορά, τα φώτα της δημοσιότητας στο παγκόσμιο μεταναστευτικό πρόβλημα – και στην μείζονα αποτυχία της Ευρώπης να αντιμετωπίσει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της.
Στην Κύπρο μας σήμερα υπάρχει ένα ποσοστό ύψους 7% του πληθυσμού το οποίο αφορά αιτητές ασύλου, ενώ ένα ποσοστό που σε σύγκριση με τον γηγενή πληθυσμό υπερβαίνει το 30% και το οποίο αφορά παράνομους αλλά και νόμιμους μετανάστες.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις σε μια χώρα με τόσο υψηλά ποσοστά μετανάστευσης, είτε αυτή αποτελείται από αιτητές ασύλου είτε από νόμιμους ή παράνομους μετανάστες, θεωρούνται σοβαρή απειλή αφού, αλλοιώνεται η πολιτισμική και η εθνοτική ομοιογένεια που έχει η χώρα μας (πέραν της ήδη υπάρχουσας αλλοίωσης που υφίσταται ελέω των κατά καιρούς κατακτητών της) αλλά ταυτόχρονα, αυξάνεται η εγκληματικότητά της (βλ. γενικότερα επεισόδια που εμφανίζονται).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση από πλευράς της, δεν βοηθά και ιδιαίτερα στο μεταναστευτικό πρόβλημα το οποίο έχει κληθεί εδώ και χρόνια να επιλύσει επί ματαίω. Ούτε όμως ως κράτος μέλος φαίνεται να έχουμε τοποθετηθεί επ’ αυτού ουσιαστικά.
Πρόσφατα και συγκεκριμένα την 8η Ιουνίου 2023 στο Λουξεμβούργο, εγκρίθηκε με ειδική πλειοψηφία Συμφωνία στους δύο βασικούς πυλώνες της μεταρρύθμισης ασύλου και μετανάστευσης.
Μεταξύ άλλων, η εν λόγω Συμφωνία δίνει μια σειρά από επιλογές στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων αποτελεί επιλογή είτε να δέχονται έναν συγκεκριμένο αριθμό αιτούντων άσυλο, είτε να πληρώνουν 20.000 ευρώ για κάθε άτομο που απορρίπτουν – τα χρήματα αυτά θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ταμείο το οποίο θα διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για σκοπούς μεταναστών και αιτητών ασύλου – ενώ μια άλλη επιλογή είναι να καταβάλλουν υλική βοήθεια αντίστοιχης οικονομικής αξίας.
Ωστόσο, η συμφωνία αυτή πρέπει ακόμα να περάσει από δύσκολες διαπραγματεύσεις εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιο, μέχρι τελικά να εφαρμοστεί ή και όχι – κοινώς που ήσουν; Πούποτε.
Λαμβάνοντας υπόψη το πόσα χρόνια βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, χωρίς να έχει επιτευχθεί η όποια λύση όμως, το μεταναστευτικό δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα της ΕΕ. Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι η προσοχή της ΕΕ είναι στραμμένη σε πολλαπλά μέτωπα όπως π.χ. στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας, στην ενεργειακή κρίση, στην πράσινη ατζέντα, στις εμπορικές εντάσεις με τις ΗΠΑ και στη διαμάχη του κράτους δικαίου με την Ουγγαρία και την Πολωνία κ.ο.κ – και ξέρετε τι λένε οι παλιοί (όποιος λειτουργά πολλές εκκλησιές, της μιας γελά της).
Αυτό σημαίνει ότι, ενώ δύναται να υπάρξει έστω κάποια βελτίωση σε αποσπασματικούς τομείς, είναι μαθηματικά αδύνατο να δυνηθεί η ΕΕ να αποπερατώσει τις διαπραγματεύσεις για την ολότητα της προτεινόμενης νομοθεσίας για το μεταναστευτικό έως το τέλος της τρέχουσας νομοθετικής περιόδου, πόσο μάλλον να είναι έτοιμη να εφαρμοστεί εντός του έτους 2024 όπως προβάλλεται από πολλά ΜΜΕ, ρίχνοντας έτσι στάχτη στα μάτια των κρατών μελών αλλά και του απλού κοσμάκη.
Το μεταναστευτικό, δεν αποτελεί κυπριακό πρόβλημα, αλλά ευρωπαϊκό. Σε εγχώριο βαθμό όμως, έκαστο κράτος μέλος οφείλει να ασκεί αποτελεσματικά τη κυριαρχία του και τα κυριαρχικά δικαιώματά του, με τον άμεσο και ασφαλή επαναπατρισμό των μη δικαιούχων παραμονής στην επικράτειά της, αλλά ταυτόχρονα να διασφαλίζει τη διεθνή προστασία των προσφύγων και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες τους.
Η παρούσα κυπριακή ηγεσία, έχει αποφασίσει την ίδρυση υφυπουργείου Ασύλου και Μετανάστευσης στο οποίο θα ενταχθούν μόνο δύο υφιστάμενα τμήματα, αυτό του Τμήματος Μετανάστευσης και η Υπηρεσία Ασύλου ενώ οι ζωτικές υπηρεσίες όπως π.χ. η ΥΑΜ – Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας Κύπρου θα παραμείνουν εκτός. Δεν έχουν προταθεί νέα τμήματα για την ένταξη και προσαρμογή των δικαιούχων παραμονής αλλά καμία αναφορά έγινε σε τμήμα απελάσεων και/ή επιστροφών.
Η ταχεία εξέταση των αιτήσεων από μόνο του από 9 μήνες εξέτασης τους στους 3 με δικαίωμα προσφυγής στο ΔΔΠ δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα, αντιθέτως το αυξάνει.
Τι γίνεται με όσους αιτητές η αίτησή τους στο ΔΔΠ έχει απορριφθεί; Τους δίνεται η επιλογή να απελαστούν οικειοθελώς ή σε αντίθετη περίπτωση παραμένουν παράνομα στη δημοκρατία και εργάζονται, μέχρι κάποιος κάπου να τους πετύχει ή να τους καταγγείλει για να απελαστούν και πόσο συχνό φαινόμενο είναι αυτό;
Το κυπριακό μεταναστευτικό πρόβλημα «μπάζει ανεξέλεγκτα από παντού». Από τη θάλασσα, από τις κατεχόμενες περιοχές, από τα πανεπιστήμια στα οποία αρχικά εκδίδονται φοιτητικές θεωρήσεις και στη συνέχεια αφότου λήξουν παραμένουν παρανόμως στο νησί μας.
Η πρόταση της κυπριακής κυβέρνησης περί δημιουργίας φράχτη περιμετρικά της πράσινης γραμμής έχει απορριφθεί από την Ε.Ε., ενώ οι οριοφύλακες τις ελληνοκυπριακής πλευράς κοιμούνται τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά.
Εν γένει έχουμε αφεθεί στο έλεος του Θεού, επικρατεί το χάος και εμείς, σφυρίζουμε κλέφτικα.
Εάν η κυπριακή ηγεσία επιθυμεί να επιλύσει το ανεξέλεγκτο πρόβλημα που επικρατεί, είναι καιρός να ξεκινήσει να εξετάζει το ενδεχόμενο συνεργασίας με την Τουρκοκυπριακή πλευρά και ως αφορμή τη συνολική και συλλογική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος (εάν το θυμάται ακόμη, διότι είμαι της άποψης ότι το συγκεκριμένο θέμα το αγγίζουμε μόνο σε περίοδο προεκλογικής) σε αντίθετη περίπτωση, από Κυπριακή Δημοκρατία να σκεφτούν μια πιο ταιριαστή ονομασία όπως για παράδειγμα αυτή του «Εμπάτε σκύλοι αλέστε».