Στην ανασκαφή του οχυρού που εντοπίστηκε θαμμένο κάτω από τον τύμβο της Λαόνας στην Παλαίπαφο (Κούκλια) και ανάγεται στην Κυπρο-Κλασική περίοδο επικεντρώθηκε φέτος η Ερευνητική Μονάδα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου (ΠΚ), σύμφωνα με την οποία στόχος ήταν να αναδυθεί και να αναδειχθεί το οχυρό σε ύψος περίπου 3 μέτρων, ώστε να διεξαχθεί η ψηφιακή του αποτύπωση από το Πολυτεχνείο του Μιλάνου.
Όπως αναφέρει δελτίο Τύπου που εξέδωσε το ΠΚ, μετά τα αποτελέσματα των φετινών ερευνών στην Παλαίπαφο, οι οποίες διεξάγονται από το 2006, υπό τη διεύθυνση της Καθηγήτριας Προϊστορικής και Πρωτοϊστορικής Αρχαιολογίας, Μαρίας Ιακώβου, στο πλαίσιο του προγράμματος ανάλυσης του αστικού τοπίου της πολιτείας της Αρχαίας Πάφου, τα Κούκλια-Παλαιπάφου διαθέτουν σήμερα, εκτός από το διάσημο ιερό της Αφροδίτης, το εκτενέστερο διοικητικό τοπίο (ακρόπολη) της Κυπρο-Κλασικής περιόδου με αμυντικά, ανακτορικά και εργαστηριακά συγκροτήματα που αναγέρθηκαν από τις παφιακές δυναστείες του 5ου και 4ου αι. π.Χ.
«Μετά την ολοκλήρωση της γεωμορφολογικής μελέτης και τη δημοσίευση των πορισμάτων που αφορούν στην ανέγερση του τύμβου Λαόνας, ο οποίος αποτέλεσε το επίκεντρο των ερευνών για μια δεκαετία (2012-2022), η αποστολή του Μαΐου-Ιουνίου 2023 ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στην ανασκαφή της μνημειακής φρουριακής εγκατάστασης της Κυπρο-Κλασικής περιόδου (5ος-4ος αι. π.Χ.) που εντοπίστηκε θαμμένη κάτω από τον τύμβο», επισημαίνεται.
Προστίθεται ότι στη διάρκεια 4 εβδομάδων έντονης ανασκαφικής δραστηριότητας, στην οποία συμμετείχαν, εκτός από τα τακτικά μέλη της αποστολής, προπτυχιακοί φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου στο πλαίσιο πρακτικής εκπαίδευσης, μεταδιδακτορικοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Σιένας UNISTRASI με τον καθηγητή τους, Δρα Jacopo Tabolli, o οποίος είχε και την ευθύνη διαχείρισης των εργασιών πεδίου, και μεταπτυχιακοί φοιτητές από το Πανεπιστήμιο Κρήτης με την Επίκουρη Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Άρτεμη Καρναβά, αφαιρέθηκαν στρώματα του τύμβου που άπτονται της εσωτερικής όψης του αμυντικού μνημείου.
Ο στόχος αυτής της επέμβασης ήταν να αναδυθεί και να αναδειχθεί το οχυρό σε ύψος περίπου 3 μέτρων, ώστε να διεξαχθεί η ψηφιακή του αποτύπωση από το Πολυτεχνείο του Μιλάνου. Οι εργασίες πεδίου για την υλοποίηση της αποτύπωσης έγιναν στο τέλος Ιουνίου στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος INSIGHT 2022-2024 που χρηματοδοτεί το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη.
Το δελτίο Τύπου αναφέρει ότι με βάση την ψηφιακή διαίρεση του τύμβου σε ανασκαφικά τετράγωνα (4χ4μ.), διερευνήθηκαν περί τα 500 τ.μ. από τα φερτά στρώματα του τύμβου, χωρίς να προκύψει μέχρι στιγμής ένδειξη για την ύπαρξη ταφικού θαλάμου. Όμως, αποκαλύφθηκαν η ανατολική και βόρειο-δυτική πλευρά του φρουριακού συγκροτήματος σε μήκος που ξεπέρασε φέτος τα 135 μ., καθώς και 3 κλίμακες πρόσβασης στην κορυφή του οχυρού. Οι δυο κλίμακες είναι αντικριστές και βρίσκονται στην ανατολική πλευρά, ενώ η τρίτη βρέθηκε πιο βόρεια, κάτω από την κορυφή του τύμβου που είχε διατηρηθεί στα 114 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.
Το μέγιστο ύψος διατήρησης του μνημείου που θάφτηκε κάτω από τον τύμβο αναμένεται ότι θα κυμανθεί ανάμεσα στα 4-7 μέτρα. Προς νότο, το τμήμα του τείχους που δεν είχε καλυφθεί από στρώματα του τύμβου διατηρείται σε ύψος μόλις 1-1,5 μ. αλλά είναι κτισμένο με εντυπωσιακούς κατεργασμένους λίθους σε δεύτερη χρήση.
Σημειώνεται ότι η προς νότο ανάπτυξη του μνημειακού αμυντικού συγκροτήματος της Λαόνας, αν και διακόπτεται λόγω της εκτεταμένης διάβρωσης που προκλήθηκε από μηχανικές επεμβάσεις ισοπέδωσης γεωργικών τεμαχίων, έχει μειώσει την απόσταση από το ανακτορικό οικοδόμημα στο οροπέδιο του Χατζηαπτουλλά στα 30 μ.
Προβλέπεται ότι κατά την προσεχή ανασκαφική περίοδο (2024), το τείχος της Λαόνας θα συνδεθεί με το τείχος που προστατεύει την ανατολική πλευρά του ανακτόρου. Στο οροπέδιο Χατζηαπτουλλά, η αποστολή του Πανεπιστημίου Κύπρου εντόπισε και ανέσκαψε εκτεταμένο εργαστηριακό σύμπλεγμα που άπτεται της δυτικής όψης του ανακτόρου.
«Σήμερα, θεωρείται βέβαιο ότι στις δυο αυτές γειτνιάζουσες θέσεις, της Λαόνας και του Χατζηαπτουλλά, οι βασιλικές δυναστείες του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. είχαν επενδύσει στην ανέγερση σύγχρονων μνημειακών εγκαταστάσεων διαφόρων χρήσεων», καταλήγει το δελτίο Τύπου.