Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) δικαίωσε την Κυπριακή Δημοκρατία σε υπόθεση απαγωγής ανήλικου από τη μητέρα του, αναφέρει την Τρίτη η Νομική Υπηρεσία.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, την οποία μεταδίδει το ΓΤΠ, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής «δεν παραβιάστηκε με οποιονδήποτε τρόπο από την Κυπριακή Δημοκρατία, με τα ευρήματα των κυπριακών Δικαστηρίων να είναι καλά αιτιολογημένα και λεπτομερή», αναφέρει, μεταξύ άλλων, το ΕΔΔΑ σε απόφασή του, η οποία εκδόθηκε και δημοσιεύτηκε σήμερα, σε σχέση με υπόθεση απαγωγής ανήλικου από τη μητέρα του (Αιτήτρια) και την παράνομη μεταφορά του από την Νέα Υόρκη, όπου ήταν η μόνιμη διαμονή του, στην Κύπρο, τον Οκτώβρη 2017.
Καταλήγοντας στο πιο πάνω συμπέρασμα, προστίθεται, το ΕΔΔΑ «δικαίωσε την Κυπριακή Δημοκρατία», η οποία εκπροσωπήθηκε από τη Νομική Υπηρεσία, στην ατομική προσφυγή που κατατέθηκε σε σχέση με την υπό αναφορά υπόθεση (υπόθεση G.K. v Cyprus), επισημαίνοντας ταυτοχρόνως ότι εφαρμόστηκαν ορθά τα πρότυπα που θέτει τόσο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) όσο και η Σύμβαση για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Σύμβαση της Χάγης).
Συγκεκριμένα, αναφέρεται, η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ όταν το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε την έφεση της μητέρας εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου, το οποίο, στη βάση της Σύμβασης της Χάγης, διέταξε την επιστροφή του ανήλικου στον τόπο της συνήθους διαμονής του, δηλαδή στις ΗΠΑ.
Όπως αναφέρεται, την 29η Ιανουαρίου 2021, το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου εξέτασε και απέρριψε όλες τις υπερασπίσεις που είχε προβάλει η μητέρα και ειδικότερα το κατά πόσον ο ανήλικος μετακινήθηκε με τη συναίνεση ή συγκατάθεση του πατέρα (Άρθρο 13(α) της Σύμβασης της Χάγης), αν προσαρμόστηκε στο καινούριο περιβάλλον του στην Κύπρο (Άρθρο 12(2) της Σύμβασης της Χάγης), ή κατά πόσον, η επιστροφή του θα δημιουργούσε σοβαρό κίνδυνο στο παιδί και θα το εξέθετε σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή σε αφόρητη κατάσταση (Άρθρο 13(1)(β) της Σύμβασης της Χάγης). «Εν συνεχεία και συγκεκριμένα στις 19 Μαρτίου 2021, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση της μητέρας», σημειώνεται.
«Αντικείμενο της προσφυγής της Αιτήτριας στο ΕΔΔΑ αποτέλεσε η κατ’ ισχυρισμό παράλειψη της Δημοκρατίας να συμμορφωθεί με τις θετικές υποχρεώσεις της που απορρέουν από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ήτοι το Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής», αναφέρει η ανακοίνωση. «Ενώπιον του ΕΔΔΑ, η Αιτήτρια παραπονέθηκε συγκεκριμένα ότι, το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, τόσο της ίδιας όσο και του ανήλικου τέκνου της παραβιάστηκαν, γιατί τα εθνικά δικαστήρια δήθεν παρέλειψαν να εφαρμόσουν ικανοποιητικά τα πρότυπα της Σύμβασης της Χάγης και της ΕΣΔΑ. Παραπονέθηκε, επίσης, ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν αξιολόγησαν ικανοποιητικά την όλη κατάσταση και τους κινδύνους, καθώς και για τη διάρκεια των εθνικών διαδικασιών», προστίθεται.
Μέσω της σημερινής απόφασής του, αναφέρεται, το ΕΔΔΑ απέρριψε όλα τα παράπονα της Αιτήτριας και κατέληξε ότι το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δεν παραβιάστηκε με οποιονδήποτε τρόπο από πλευράς της Δημοκρατίας.
«Ουσιαστικά, το ΕΔΔΑ αποδέχθηκε τη θέση της Δημοκρατίας ότι τα ευρήματα τόσο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου αλλά και του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ήταν καλά αιτιολογημένα και λεπτομερή, παρατηρώντας ότι εφαρμόστηκαν ορθά τα πρότυπα που θέτει τόσο η ΕΣΔΑ όσο και η Σύμβαση της Χάγης», αναφέρεται, σημειώνοντας ότι, τούτο γιατί, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου διέταξε την επιστροφή του ανηλίκου στις ΗΠΑ, αφού πρώτα δόθηκε η ευκαιρία στην πλευρά της Αιτήτριας να αντεξετάσει τον πατέρα του ανηλίκου και με βάση όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του και τα γεγονότα της υπόθεσης, έλαβε υπόψιν του όλα τα επιχειρήματα των μερών και εξέδωσε πλήρως τεκμηριωμένη απόφαση, προστατεύοντας τα συμφέροντα του ανηλίκου και αποκλείοντας την πιθανότητα πρόκλησης οποιασδήποτε ζημίας σε αυτόν.
Σε σχέση, δε, με το θέμα της καθυστέρησης της πρωτόδικης διαδικασίας, αν και το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι αυτή ήταν μεγάλη (όπως προηγουμένως και το ίδιο το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο αναγνώρισε), αποδέχθηκε τη θέση της Δημοκρατίας ότι το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής της Αιτήτριας δεν έτυχε δυσανάλογου επηρεασμού λόγω τέτοιας καθυστέρησης, καταλήγει η ανακοίνωση.