Πολύ συχνά γίνονται συγκρίσεις ανόμοιων καταστάσεων λόγω επιφανειακών ομοιοτήτων. Μία από αυτές είναι η περίπτωση του Κοσσόβου και της παράνομης κατοχικής διοίκησης στην κατεχόμενη Κύπρο.
Κατά την αποαποικιοποίηση, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης προσαρμοστικέ εντός των είδη καθορισμένων συνόρων τα οποία είχαν καθορίσει οι αποικιοκράτες. Οποιεσδήποτε διεκδικήσεις μειονοτήτων εντός των νέων κρατών παραμερίστηκαν, θέτοντας τέλος σε φιλοδοξίες απόσχισης ή ξεχωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Έτσι, όπως στην Ισπανία οι Καταλανοί και οι Βάσκοι δεν απέκτησαν δικαίωμα αυτοδιάθεσης, παρομοίως και οι Κοσσοβάροι στην Σερβία και Τούρκοι στην Κύπρο.
Το Διεθνές Δίκαιο δεν ευνοεί απαιτήσεις εθνοτικών μειονοτήτων, για απόσχιση. Εξαντλεί όλα τα μέσα για να διατηρήσει τον πληθυσμό στα όρια του ήδη ανεξάρτητου κράτους. Παρέχει όμως μειονοτικά δικαιώματα. Τα μειονοτικά δικαιώματα έχουν σαν στόχο να προστατέψουν την διαφορετικότητα αυτών των ομάδων, έτσι ώστε να μην αφομοιωθούν από την πλειοψηφία. Πέραν των δικαιωμάτων τους όμως, οι μειονότητες, έχουν και την υποχρέωση να πειθαρχούν στους νόμους του κράτους, και να μην προβαίνουν σε ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν την διαίρεση του κράτους στο οποίο διαμένουν.
Η Γιουγκοσλαβία αποτελείτο από έξι σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Επιπλέον περιλάμβανε δύο αυτόνομες επαρχίες εντός της Σερβίας: το Κοσσυφοπέδιο και τη Βοϊβοντίνα. Εφαρμόζοντας την αρχή «uti possidetis», τα σύνορα των νέων κρατών, τα οποία προέκυψαν από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, παρέμειναν τα ίδια όπως αυτά των ομόσπονδων δημοκρατιών που την αποτελούσαν και από εσωτερικά/ διοικητικά σύνορα, έγινα εξωτερικά σύνορα.
Το Κόσσοβο, σαν επαρχία της Σερβίας, με την δική του αυτονομία από το 1974 αλλά χωρίς δικαίωμα απομάκρυνσης, δεν θεωρήθηκε ξεχωριστή μονάδα, αλλά μέρος της Σερβίας και δεν πρόκυπτε δικαίωμα αυτοδιάθεσης για τους Αλβανούς του Κοσσόβου. Απεναντίας η αυτοδιοίκηση που απολάμβαναν, ήταν αποτελεσματικό μέτρο εσωτερικής αυτοδιάθεσης. Η ενότητα του κράτους προείχε της ανεξαρτησίας της μειονότητας. Το 1989 η αυτονομία αυτή, καταργήθηκε αυθαίρετα από την διακυβέρνηση Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Τα μειονοτικά δικαιώματα των αλβανόφωνων καταργήθηκαν, η μειονότητα διώχθηκε, η περιοχή υποβαθμίστηκε και αστυνομεύτηκε ασφυκτικά. Από την ένοπλη σύγκρουση που ακολούθησε η μειονότητα έπεσε θύμα διωγμών και βίαιης μεταχείρισης.
Αυτό συνιστούσε βάναυση παραβίαση των διεθνώς αναγνωρισμένων και κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων της μειονότητας του Κοσσόβου, κατά παράβαση των αρχών του ψηφίσματος 2625/1970. Αυτό έδινε το δικαίωμα στην επίκληση:
1. του Right of Reversion, δηλαδή το δικαίωμα μια μειονότητας, να επικαλεστεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, και απομάκρυνση της από το ήδη ανεξάρτητος κράτος, λόγο «αποκλεισμού, εξαθλίωσης ή βάναυσης μεταχείρισης και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» της και
2. του Remedial Secession, δηλαδή ότι η απόσχιση μπορεί να είναι η τελευταία λύση για τον τερματισμό της καταπίεσης. Η έσχατη λύση, αφού όλα τα άλλα έχουν αποτύχει. Αυτό το δόγμα αναφέρεται συχνά ως επανορθωτική απόσχιση.
Από το 1999 το Κόσσοβο, αν και επαρχία της Σερβίας, είναι κάτω από διεθνή διοίκηση, με απόφαση του ΟΗΕ, 1244/99, ο οποίος έχει επιβάλει καθεστώς αυτοδιοίκησης υπό την προστασία του. Η κυριαρχία της περιοχής παραμένει στην Σερβία, αλλά η Σερβική εξουσία προσωρινά διακόπηκε, και αντικαταστάθηκε με προσωρινή αυτοκυβέρνηση αλβανοφώνων. Με την απόφαση 1144/99 δεν αναστέλλεται μόνο η Σερβική εξουσία στο Κόσσοβο, αλλά και η διαδικασία της απόσχισης. Παρά το ότι το 2008 το Κόσσοβο προέβη σε μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της περιοχής, δεν αλλάζει το γεγονός ότι το Κόσσοβο παραμένει αυτοδιοικούμενη επαρχία της Σερβίας κάτω από την επιτήρηση του ΟΗΕ.
Στην Κύπρο, τον Νοέμβριο του 1983, του κατοχικό καθεστώς στο Βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, προχώρησε στην μονομερή ανακήρυξη κράτους. Η ανακήρυξη ήταν αποτέλεσμα της χρήσης της βίας των όπλων του Τουρκικού στρατού, ο οποίος σε δύο φάσεις, στις 20 Ιουλίου και 14 Αυγούστου του 1974, εισέβαλε και έκτοτε, παράνομα κατέχει το Βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έκδωσε επτά σχετικά ψηφίσματα. Το αρχικό ψήφισμα, κατά την πρώτη εισβολή, ήταν σχετικά ουδέτερο και απευθύνονταν σε «όλα τα μέρη», λόγω του χουντικού πραξικοπήματος. Η δεύτερη εισβολή αντιμετωπίστηκε από τη διεθνή κοινότητα ως παραβίαση του κανόνα για μη χρήση βίας και απευθυνόταν ξεκάθαρα στην Τουρκία: « Ο ΟΗΕ . . σταθερά έχει απορρίψει – και . . εξακολουθεί να απορρίπτει – τη βίαιη διχοτόμηση του νησιού και την παραβίαση της «εδαφικής ακεραιότητας».
Το 1983, η Γενική Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα (37/253) ζητώντας την άμεση αποχώρηση όλων των στρατευμάτων κατοχής. Σε απάντηση, η κατοχική διοίκηση προχώρησε στην ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το ψήφισμα 541/83 «αποδοκίμασε την ανακήρυξη αυτή, τη χαρακτήρισε νομικά άκυρη και ζήτησε την ανάκληση της. Το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μην αναγνωρίζουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία».
Καταληκτικά η περίπτωση του Κοσσόβου αποτελεί παράδειγμα όπου, η απόσχιση θα μπορούσε να προκύψει ως αποκατάσταση ενός πληθυσμού που υπόκειται σε συστηματική και βάναυση παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του και εξόντωσης, ενώ η περίπτωση της παράνομης κατοχικής διοίκησης στην κατεχόμενη Κύπρο, παράδειγμα μη αναγνώρισης μιας οντότητα που προέρχεται από απαγορευμένη χρήση βίας.
Η απόσχιση είναι διεθνές έγκλημα. Το κατοχικό καθεστώς στην Κύπρο είναι χαρακτηρισμένο έως αποσχιστική οντότητα από τον ΟΗΕ. Είναι άξιο απορίας, γιατί συνεχίζουμε να συζητάμε με ένα αποσχιστικό καθεστώς, του οποίου ο μόνος στόχος είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αντί να μιμηθούμε την Ισπανία και να εκδώσουμε διεθνή εντάλματα σύλληψης, για τους εγκάθετους ηγέτες του;
Αντώνης Κ. Σιβιτανίδης, M.Sc., B.Sc. Μέλος Εκτελεστικού Γραφείου ΔΗΚΟ