Οι κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες χώρες στην Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία δημιουργούν νέα δεδομένα στην τουριστική μας βιομηχανία.
Γενικότερα, ο Ρωσοουκρανικός πόλεμος θα έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην κυπριακή οικονομία. Ως γνωστόν, η οικονομία μας είναι συνδεδεμένη, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, με την ρωσική αγορά. Θα πληγεί, ο τραπεζικός μας τομέας καθώς Ρώσοι ολιγάρχες έχουν καταθέσεις σε κυπριακές τράπεζες.
- Θα πληγεί ο τομέας της ανάπτυξης γης, όπως είναι οι πολυτελείς επαύλεις και τα διαμερίσματα αφού μεγάλο μερίδιο του τομέα αυτού εξαρτάται από τους Ρώσους και τους Ουκρανούς αγοραστές.
- Η απόφαση για κλείσιμο του εναέριου χώρου μας για πτήσεις από την Ρωσία, έστω και με αστερίσκο, εγκυμονεί κινδύνους εκμετάλλευσης της κατάστασης από την Τουρκία αλλά και από το ψευδοκράτος. Τίθενται τα εξής ερωτήματα: Θα επιδιώξουν απευθείας πτήσεις στα κατεχόμενα; Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, θα στοχεύσουν σε πτήσεις προς την Αττάλεια και από εκεί προς την κατεχόμενη Κύπρο;
Δυστυχώς, αυτός ο αριθμός τουριστών δεν μπορεί να αναπληρωθεί στο σύνολο του, μέσω νέων πτήσεων. Οι αεροπορικές εταιρείες θα επιδιώξουν να καλύψουν τις ανάγκες τους σε πτήσεις με τα υφιστάμενα πτητικά προγράμματα, αντί να προσθέσουν νέες πτήσεις, οι οποίες θα κοστίζουν περισσότερο λόγω της εκτόξευσης της τιμής των καυσίμων.
Ιδιαίτερα όμως οι μεγάλες μας ανησυχίες εστιάζονται στον τουρισμό. Η ρωσική αγορά αποτελεί την δεύτερη μεγαλύτερη δεξαμενή άντλησης τουριστών. Τα τελευταία χρόνια οι Ρώσοι και Ουκρανοί τουρίστες αποτελούν περίπου το 25% του συνολικού τουρισμού στην Κύπρο, ενώ τα κατά κεφαλή έξοδα τους είναι συγκριτικά τα πιο υψηλά σε σχέση με τους υπόλοιπους τουρίστες που επισκέπτονται το νησί. Αναμένεται ότι για το 2022 η Πάφος θα απολέσει γύρω στις 400 χιλ. τουρίστες από την Ρωσία και την Ουκρανία. Επιπρόσθετα η μείωση της αγοραστικής αξίας του ρωσικού νομίσματος είναι ακόμα ένας παράγοντας που επιδρά αρνητικά στην υπόθεση.
Ξεκάθαρη εικόνα για τις συνέπειες του πολέμου δεν μπορεί να εξαχθεί αυτή την στιγμή, αφού οι πολεμικές επιχειρήσεις βρίσκονται, δυστυχώς, ακόμη σε εξέλιξη.
Έγκυροι αναλυτές εκτιμούν πως με βάση τα σημερινά δεδομένα οι επιπτώσεις για την Κύπρο θα επηρεάσουν το 2% με 3% του ΑΕΠ. Η επιβάρυνση αυτή θα έχει αρνητικές συνέπειες στο εμπορικό ισοζύγιο της Κύπρου λόγω των αλυσιδωτών συνεπειών και της συνεχιζόμενης αύξησης στις τιμές των προϊόντων.
Δυστυχώς, είναι ήδη ορατές οι πρώτες συνέπειες. Το Υπουργείο Οικονομικών βάζει φρένο σε νέα έργα που δεν έχουν περιληφθεί στο Δημοσιονομικό Πλαίσιο για τα επόμενα 3 χρόνια, ενώ ζητά ανακατανομή των κονδυλίων για υφιστάμενα έργα, ώστε να συγκρατηθούν οι δαπάνες του κράτους. Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε και τις αλυσιδωτές συνέπειες που προέκυψαν στην τουριστική βιομηχανία, ως συνέπεια της πανδημίας του κορονοϊου, αλλά και των μέτρων που λήφθηκαν για περιορισμό της επέκτασής της.
Να προσθέσουμε επίσης και την ακρίβεια, με την ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά και πρώτες ύλες η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε εξαιρετικά μεγάλα αδιέξοδα τις επιχειρήσεις και τους πολίτες.
Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Μπορούν όμως να βρεθούν λύσεις με τις οποίες από την μια θα μετριάσουμε τις συνέπειες και από την άλλη να αναζητήσουμε εφικτές λύσεις. Όπως,
- Επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και κατα τους χειμερινούς μήνες
- Κίνητρα για να λειτουργουν τα ξενοδοχεία τον χειμώνα
- Το μεγάλο κόστος ενέργειας επιβάλλει την γρηγορη απεξάρτηση των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων από το δίκτυο της ΑΗΚ και την πλήρη αξιοποίηση των ΑΠΕ.
Χρειάζεται συλλογική δράση, συνεχής παρακολούθηση των εξελίξεων, συνεργασία ανάμεσα στα Υπουργεία Εμπορίου και Τουρισμού, διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους που δραστηριοποιούνται στους χώρους αυτούς, ώστε όλοι μαζί να αναζητούν τις καλύτερες, υπό τις περιστάσεις, λύσεις.
Του Βαλεντίνου Φακοντή, βουλευτή του ΑΚΕΛ, Πάφου