Διεξάγονται βουλευτικές εκλογές στην Κύπρο τις 30 του Μάη του 2021 για νέα βουλή πενταετούς θητείας.
Αφορά την πλήρωση 56 εδρών που αναλογούν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα από σύνολο 80 εδρών. Οι υπόλοιπες 24 έδρες της τουρκοκυπριακής κοινότητας παραμένουν κενές λόγω της τουρκικής εισβολής και διαίρεσης της νήσου.
Για τους σκοπούς διεξαγωγής των εκλογών η κυπριακή επικράτεια είναι χωρισμένη σε έξι εκλογικές περιφέρειες, που ταυτίζονται με τα διοικητικά όρια των έξι επαρχιών. Είκοσι από τις 56 έδρες αναλογούν στην επαρχία Λευκωσίας, δώδεκα στην επαρχία Λεμεσού, έντεκα στην Αμμόχωστο, έξι στη Λάρνακα, τέσσερεις στην Πάφο και τρεις στην επαρχία Κερύνειας. Για άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, κάθε Κύπριος πολίτης 18 ετών και άνω, πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο και κάτοχος Εκλογικού Βιβλιαρίου, ενώ δικαίωμα για υποβολή υποψηφιότητας για εκλογή στο αξίωμα του Βουλευτή, έχει κάθε πολίτης της Δημοκρατίας, 21 ετών και άνω.
Από τον Ιούλη του 2017 η ψήφος για τις προεδρικές, τις βουλευτικές και τις δημοτικές εκλογές είναι προαιρετική. Υποχρεωτική, όσο παράξενο και αν ακούγεται, παραμένει η ψήφος για τις ευρωεκλογές.
Το ισχύον σύστημα εκλογής των βουλευτών, όπως τροποποιήθηκε το 2015, αποτελεί ένα συνδυασμό απλής αναλογικής στην πρώτη κατανομή και ενισχυμένης αναλογικής στις δύο φάσεις της δεύτερης κατανομής.
Στην πρώτη κατανομή, το σύνολο των εγκύρων ψήφων σε μια επαρχία διαιρείται δια του αριθμού των εδρών και το πηλίκο (χωρίς το κλάσμα) αποτελεί το εκλογικό μέτρο της επαρχίας. Κάθε κόμμα ή συνδυασμός παίρνει τόσες έδρες όσες φορές περιέχεται το εκλογικό μέτρο στην εκλογική του δύναμη. Ένας ανεξάρτητος υποψήφιος εκλέγεται, τότε και μόνον, όταν το ποσοστό που έλαβε είναι ίσον ή μεγαλύτερο του εκλογικού μέτρου της επαρχίας.
Στη δεύτερη κατανομή αθροίζονται τα παγκύπρια αδιάθετα υπόλοιπα μόνο των κομμάτων. Για σκοπούς διάθεσης των υπολοίπων εδρών θεωρείται πλέον όλη η Κύπρος σαν μια εκλογική περιφέρεια. Στην πρώτη φάση της δεύτερης κατανομής συμμετέχουν μόνο όσα εκ των κομμάτων έχουν εξασφαλίσει ποσοστό τουλάχιστον 3,6% και στη δεύτερη φάση της δεύτερης κατανομής 7,2%. Για συνασπισμούς δύο κομμάτων απαιτείται ελάχιστο ποσοστό 10% για συμμετοχή στη δεύτερη κατανομή, ή 20% για συνασπισμούς πέραν των δύο κομμάτων.
Στις περασμένες βουλευτικές εκλογές του 2016, από τους περίπου 550 χιλιάδες εγγεγραμμένους στον εκλογικό κατάλογο, ψήφισε το 66%. Δεν ψήφισαν δηλαδή 180 χιλιάδες ψηφοφόροι. Υπολογίζεται ότι, περίπου άλλες 150 χιλιάδες δεν ήταν εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Αν συνυπολογίσουμε τα άκυρα και τα λευκά ψηφοδέλτια, περίπου 11 χιλιάδες το 2016, είναι προφανές ότι μόνο οι μισοί Κύπριοι πολίτες καθορίζουν το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών.
Με όλα τα πιο πάνω δεδομένα, μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει τα ακόλουθα;
1. Η ψήφος σε ανεξάρτητους μεμονωμένους υποψήφιους είναι «χαμένη».
2. Είναι επίσης «χαμένη» η ψήφος σε νέα κόμματα που κατεβαίνουν, είτε σε συνασπισμό είτε ξεχωριστά και όχι κάτω από την ομπρέλα ενός και μόνο κόμματος.
3. Τα νεότευκτα κόμματα κάνουν περισσότερη ζημιά στα μικρά παλιά κόμματα παρά στα μεγάλα κόμματα.
4. Η συμμετοχή πολλών μικρών κομμάτων στις εκλογές, δίνει περισσότερες πιθανότητες στα μεγάλα κόμματα να αναδείξουν πιο πολλούς βουλευτές με χαμηλότερο ποσοστό ψήφων, παρά με συμμετοχή λιγότερων μικρών κομμάτων.
Αντώνης Τρακκίδης, Δημοτικός Σύμβουλος Γεροσκήπου, Κίνηση Σωτηρία της Πάφου.