Στίς 28 Σεπτεμβρίου ἡ Κύπρος καί μαζί της ὁλόκληρος ὁ ὀρθόδοξος κόσμος τιμᾶ τήν εὕρεση καί ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου καί στίς 24 Ἰανουαρίου τή «Θεοσημεία», τό θαῦμα τῆς διάσωσης τοῦ ἁγίου κατά τή πτώση του «ἐκ τῆς ἀνωτέρας ἐγκλείστρας».
Ὁ ὅσιος Νεόφυτος, «τῶν Λευκάρων τό κλέος καί Κυπρίων τό καύχημα», ἄνοιξε τά μάτια στό αἰσθητό φῶς τοῦ παρόντος κόσμου περί τά μέσα τοῦ 1134 μ.Χ. γιά νά τά κλείσει τό 1220, ὁπότε καί τά ἄνοιξε στό φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπου πλέον θεᾶται Ἐκεῖνον πού ἀγάπησε «ἐξ ὅλης ψυχῆς, καρδίας καί διανοίας» «πρόσωπον πρός πρόσωπον»[2].
Ἡ ζωή καί ἡ δράση του συμπίπτει μέ τά τέλη τῶν βυζαντινῶν χρόνων καί τίς ἀρχές τῆς Φραγκοκρατίας, μιᾶς ἐποχῆς ἰδιαίτερα κρίσιμης γιά τήν ἱστορία τῆς Κύπρου. Τή μακραίωνη σκληρή δουλεία τῆς «νήσου τῶν ἁγίων» στούς Φράγκους (1191-1489) διαδέχθηκεν ἡ δουλεία στούς Βενετούς (1489-1570), τούς Τούρκους (1570-1878) καί τέλος στούς Ἄγγλους (1878-1960).
Λίγα λόγια γιά τήν παιδική καί ἐφηβική ἡλικία τοῦ Ἁγίου: Ὁ Νεόφυτος ἦταν ἕνα ἀπό τά ὀκτώ παιδιά τοῦ Ἀθανασίου καί τῆς Εὐδοξίας. Ἄν καί «φιλότεκνοι»[3] γονεῖς, ὅπως ὁ ἴδιος τούς χαρακτηρίζει, λόγῳ τῆς μεγάλης φτώχειας τους, ὄχι μόνο δέν μπόρεσαν νά δώσουν στά παιδιά τους «οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην σχολικὴν μόρφωσιν»[4], ἀλλά καί ζήτησαν ἀπ᾽αὐτά νά ἐργάζονται, γιά νά προσφέρουν καί αὐτά στή συντήρηση τῆς πολυμελοῦς οἰκογενείας. Ἔτσι ὁ «μικρός τότε Νεόφυτος, ἀσχολούμενος εἰς διαφόρους γεωργικάς ἐργασίας» εἰδικεύθηκε στήν ἀμπελουργία καί πέτυχε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό τούς συγχωριανούς του ὠς «ἐμπειρότατος ἐπιστήμων ἀμπελουργός»[5]. Καί μπορεῖ μέν οἱ φιλόθεοι ἐκεῖνοι γονεῖς νά στέρησαν τόν Νεόφυτο «τῆς ἐγκυκλίου παιδείας», τοῦ πρόσφεραν ὅμως πλούσια τή χριστιανική ἀνατροφή, «ἐνσταλλάξαντες εἰς τὴν ψυχήν του τὰ νάματα τοῦ θείου Ναζωραίου». Ἔτσι στήν ἀπαλή ψυχή τοῦ ἁγίου μας ἔθεσαν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς στερεές βάσεις πάνω στίς ὁποῖες στηρίχθηκε ἔπειτα μεγάλο καί ὑπέροχο πνευματικό καί ἠθικό μεγαλεῖο[6] .
Ὅταν ὁ Νεόφυτος ἔγινε δεκαεπτά ἐτῶν, κατά τή συνήθεια τῆς ἐποχῆς, οἱ γονεῖς του φρόντισαν νά τόν μηνηστεύσουν «μὲ κόρην τῆς ἀρεσκείας των»[7], πλήν ὅμως ὁ ἴδιος εἶχεν ἤδη ἀποφασίσει νά ἀφιερώσει τή ζωή του στόν Θεό. Καθοριστικό ρόλο στό νά λάβει αὐτή τήν ἀπόφαση ἔπαιξε ἕνα θεϊκό ὅραμα, πού τοῦ καταδείκνυε τή ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ὃπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει[8], ἐνῶ γίνονταν οἱ προετοιμασίες τῶν γάμων, αύτός ἀναχώρησε «κρυφίως ἀπό τὴν πατρικὴν οἰκίαν καὶ κατευθύνεται εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους Κουτσοβέντη Ἱερὰν Μονὴν τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου»[9] μέ τήν ἐλπίδα ὅτι κανείς δέν θά σκεπτόταν νά τόν ἀναζητήσει ἐκεῖ.
Οἱ οἰκεῖοι του μετά ἀπό ἀγωνιώδεις προσπάθειες τόν βρῆκαν καί τόν πίεσαν ἔντονα νά έπιστρέψει στό πατρικό σπίτι. Ὁ Νεόφυτος τούς ἀκολούθησε μέ σκοπό νά ἐξηγήσει σέ ὅλους τόν πόθο του νά νυμφευθεῖ τήν Ἐκκλησία, πράγμα τό ὁποῖο κατόρθωσε. Ἔτσι ἀποδεσμευμένος πλέον άπό κάθε κοσμική μέριμνα, άναχώρησε γιά δεύτερη φορά γιά τή Μονή.
Ὁ νέος, λοιπόν, κατά τήν ἡλικία, – ἦταν μόλις δεκαοκτώ ἐτῶν ὅταν ἔφθασε γιά δεύτερη φορά στή Μονή τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου -, ἀσκητής καί ὅσιος τοῦ 12ου αἰώνα Νεόφυτος, παρακαλοῦσε θερμά καί μέ ἐπιμονή τόν Ἡγούμενο Μάξιμο νά τόν ἐνδύσει τό «ράσο τοῦ μοναχοῦ» καί ὅταν ντύθηκε τό μαναχικό ἔνδυμα ἦταν τόση ἡ χαρά του ὥστε καταφιλοῦσε «τῶν μανίκων του τά τέρματα», τά ἄκρα τῶν μανικιῶν τοῦ ράσου του, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος (Τ.Δ. σ. 6), παρακαλώντας τόν Θεό νά τόν βοηθήσει νά τό διατηρήσει καθαρό καί ἄμωμο μέχρι τέλους[10].
Στό Μοναστήρι τοῦ ἀνατέθηκε, ἀπό τόν Ἡηγούμενο, τό διακόνημα τῆς καλλιέργειας τῶν ἀμπελώνων τῆς Μονῆς, τό ὁποῖο ἄσκησε ἐπί πέντε ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ τοῦ δημιουργήθηκε ὁ πόθος νά μάθει γράμματα, ὥστε νά μπορέσει νά ἐντρυφήσει στή μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί νά ἀπολαύσει τά θεῖα νάματά των. Ἔτσι ἄρχισε «μετά ζήλου τήν ἐκμάθησιν τῶν γραμμάτων καί ἐντός ὀλίγου χρονικοῦ διαστήματος καί ἐντελῶς μόνος, ἔμαθε νά διαβάζῃ καί νά γράφῃ»[11].
Ἐπιδόθηκε τότε στή μελέτη τῆς Ἅγίας Γραφῆς καί ἀλλων ἱερῶν βιβλίων καί μέ τό χάρισμα, πού ἡ θεία Χάρις τοῦ ἔδωσε, κατόρθωσε νά ἀπομνημονεύσει τό ἱερό Ψαλτήριο. Μορφωμένος πλέον, ὁ μοναχός Νεόφυτος, πειθαρχικός, πρᾶος καί ζηλωτής στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἱκανός νά προσφέρει καί ἄλλες ὑπηρεσίες ἐκτός τῶν γεωργικῶν, ἀναλαμβάνει νά ὑπηρετεῖ ἐντός τοῦ Ναοῦ ὡς Παρεκκλησιάρχης. Ἡ ἐπί δύο ἔτη ὑπηρεσία του ἐντός τοῦ Ναοῦ καί τά διάφορα γεγονότα, πού συνέβησαν κατά τό διάστημα αὐτό, τόν ἔπεισαν, ὅπως εἴπαμε, γιά τή ματαιότητα τῶν πραγμάτων τοῦ παρόντος κόσμου καί ἄναψαν στή ψυχή του τόν πόθο νά μεταβάλει τή μοναχική σέ ἀσκητική ζωή.
Ὁ Ἡγούμενος Εὐφρόσυνος, ἐπειδή τόν θεώρησε πολύ νέο γιά τήν ἀσκητική ζωή, τοῦ εἶπεν ὅτι μετά ἕνα ἔτος θά τοῦ δώσει τήν ἄδεια πού ζητᾶ. Πράγματι τηρώντας τήν ὑπόσχεσή του, μετά ἕνα ἔτος τοῦ ἐπέτρεψε νά ἐγκαταλείψει τή Μονή. Ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψεν ὄχι μόνο τή Μονή ἀλλά καί τήν Κύπρο, μεταβαίνοντας στούς Ἁγίους Τόπους, ἀφ᾽ἑνός μέν γιά νά προσκυνήσει «τά πάνσεπτα ἴχνη τοῦ Κυρίου», ἀφ᾽ ἑτέρου δέ μέ τήν ἐλπίδα νά βρεῖ κάποιον ἀσκητή στόν ὁποῖο νά προσκολληθεῖ καί νά ὑπηρετήσει.
Μή εὑρίσκοντας κατάλληλο τόπο καί «χρηματισθείς διά τινος ὄψεως» (πιθανῶς ἀγγέλου, «μὴ ἐν ταύτῃ τῇ ἐρήμῳ, ἀλλ᾽ἐν ἑτέρῳ τόπῳ μεταβῆναι»[12], ἐπανέρχεται στήν Κύπρο καί καταφεύγει καί πάλι στή Μονή τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου. Ὅμως οὔτε ἐδῶ τοῦ ἐπέτρεψαν οἱ μοναχοί τήν ἀσκητική ζωή. Γι᾽αὐτό φεύγει ἀπό τή Μονή, προκειμένου νά ἔρθει στό φρούριο τῆς Πάφου καί ἀπό ἐκεῖ νά μεταβεῖ στό ὄρος Λάτρος τῆς Ἰωνίας μέ σκοπό νά ἐγκαταβιώσει στό ἐκεῖ ἀσκητικό κέντρο.
Μετά ἀπό πολυήμερη ὁδοιπορία ἔφτασε στό λιμάνι τῆς Πάφου προκειμένου νά πραγματοποιήσει τό προγραμματισμένο ταξίδι του. Στήν Πάφο συνελήφθη ἀπό τή φρουρά τοῦ κάστρου, ἐπειδή, λόγω τῆς ταλαιπωρημένης καί ἀτημέλητης ἐμφάνισής του, ἐκλήφθηκε ὡς φυγάς. Ἐκεῖ μάλιστα τοῦ ἔκλεψαν καί δύο χρυσά νομίσματα πού προορίζονταν γιά τά ναῦλα του. Μετά τήν ταλαιπωρία αὐτή ἐγκατέλειψε τή σκέψη γιά τό ταξίδι θεωρώντας τά ἐμπόδια πού παρουσιάστηκαν ὡς θέλημα Θεοῦ καί ἐνέργειά Του νά ἐμποδίσει τήν ἀναχώρησή του.
Βέβαιος πλέον ὁ Ἅγιός μας ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά παραμείνει στήν Κύπρο ζητᾶ νά βρεῖ τόπο κατάλληλο γιά νά ἐγκατασταθεῖ. Σέ ἀπόσταση ἑπτά περίπου μιλίων βορειοανατολικά τοῦ φρουρίου, ὅπου εἶχε φυλακισθεῖ ὑψώνονται λόφοι, καταπράσινοι τότε, σήμερα γυμνοί, τῶν ὁποίων δεσπόζει κορυφή μέ τό ὄνομα «Μελισσόβουνος». Σ᾽αὐτά τά ὑψώματα ἀνεζήτησε καταφύγιο, τό ὁποῖο καί ἀνεκάλυψε στό ἄκρο «στενῆς κοιλάδος, κατά τήν 24ην Ἰουνίου 1159, ἑορτήν τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου»[13]. Δέν ἦταν ὅμως βέβαιος, ἄν ἐδῶ ἔπρεπε νά παραμείνει καί νά συνεχίσει τήν ἄσκησή του. Στήν ἀγωνιώδη ἀναζήτηση νά βρεῖ τόν κατάλληλο τόπο στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ ὁ Θεός νά στήσει τό ἀσκητήριό του, ἔλαβε πληροφορία ἀπό τήν ἐμφάνιση ἑνός ἄστρου τό ὁποῖο ξεκινοῦσε τή νύκτα ἀπό τόν τόπο πού βρισκόταν ὁ Ἅγιος καί ἔφθανε σέ ἕνα σημεῖο τῆς ἀπέναντι ἀπότομης πλευρᾶς, ὅπου καί χανόταν. Συγχρόνως ἄκουε παράξενη φωνή, πού τοῦ ἔλεγε ὅτι ἐκεῖ ἦταν ὁ τόπος, ὅπου ἔπρεπε νά μονάσει. Ἀφοῦ αὐτό ἐπαναλήφθηκε τρεῖς φορές, τότε ὁ Ἅγιος ἀποφάσισε νά προχωρήσει μέχρις ἐκεῖνο τό σημεῖο καί νά δεῖ ἄν πράγματι τό μέρος ἦταν κατάλληλο. Ὅταν μετά κοπιώδη προσπάθεια τριῶν ἡμερῶν ἔφθασε στό σημεῖο πού τοῦ εἶχεν ὑποδειχθεῖ, βρῆκε σπήλαιο μέσα σέ ἀπόκρημνο βράχο καί «πλησίον του πηγὴν, τὰ μόνα ἀπαραίτητα δι᾽ἕνα ἀσκητήν[14]».
Σ᾽αὐτή τήν σέ ἀπομακρυσμένη καί ἔρημη σπηλιά, ἐγκαταστάθηκε, ὅπου καί ἵδρυσε τήν περίφημη Ἐγκλείστρα του. Ἐκεῖ ἔζησε αὐστηρή ἀσκητική ζωή μέχρι τό θάνατό του. Γιά ὅσους ἀξιώνονται νά ἐπισκεφθοῦν, ὡς ταπεινοί προσκυνητές, τήν Ἐγκλείστρα τοῦ ἁγίου, δέν μένει ἡ παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι ὁ ὅσιος Νεόφυτος ὑπῆρξε τό κλέος τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Κύπρου. Αὐτή εἶναι «ὁ ἀψευδής μάρτυρας τῆς ἁγίας καί θεοφιλοῦς ζωῆς του…, πού διαλαλεῖ μέσα στούς αἰῶνες τούς κοπιώδεις πνευματικούς καί ἀσκητικούς του ἀγῶνες»[15].
Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι ὁ πρώην ἀγράμματος «Νεόφυτος μοναχός καί Ἔγκλειστος» ὑπῆρξε ἡ δόξα τοῦ κυπριακοῦ μοναχισμοῦ ὄχι μόνο γιά τήν ὁσιότητα τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί γιά τό συγγραφικό του ἔργο. Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος «συνέγραψε συνολικά δεκαέξι ἔργα <χάριτος Πνεύματος Ἁγίου>, μεστά θεολογικοῦ περιεχομένου καί πνευματικῶν ἀναβάσεων. Ὁ Κάρολος Κρουμβάχερ τόν κατατάσσει μαζί μέ τόν Εὐστάθιο Θεσσαλονίκης καί τόν Μιχαήλ Ἀκομινάτο, ἀνάμεσα στούς τρεῖς διακεκριμένους ἐκκλησιαστικούς ρήτορες καί λογίους τοῦ 12ου αἰώνα»[16].
Μελετώντας τά ἔργα τοῦ ὁσίου Νεοφύτου πειθόμαστε ὅτι ὁ ἅγιος δέν εἶναι μόνο ὁ βαθύς θεολόγος, πού ἄνετα θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ὡς νηπτικός πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί τά κείμενά του ὡς φιλοκαλικά, ἀλλά καί μιά πολύ σπουδαία σύγχρονη ἱστορική μαρτυρία τῶν συμβάντων τῆς ἐποχῆς του. «Τά διάφορα φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, ἀνομβρίες κ. ἄ.), οἱ πειρατικές ἐπιδρομές, ἡ κατάκτηση τῆς Κύπρου ἀπό τόν ἄγγλο Ριχάρδο Λεοντόκαρδο… περιγράφονται ἀπό τόν Ἔγκλειστο Νεόφυτο καί μάλιστα ὄχι ὑπό τό πρίσμα τοῦ οὐδέτερου παρατηρητῆ, ἀλλά μέ τόν πόνο καί τήν ὀδύνη τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου πού βλέπει τόν λαό του νά ταλαιπωρεῖται καί νά ὑποφέρει ἀπό τούς ἰσχυρούς τοῦ κόσμου τούτου. Ταυτόχρονα ὁ Ἅγιος προσφέρει στόν λαό του μηνύματα πνευματικῆς ἀντίστασης καί ἠθικῆς ἐγρήγορσης γιά ὑπέρβαση τῶν συμφορῶν τῆς ἐποχῆς του ἀλλά καί τῶν δυσκολιῶν κάθε ἐποχῆς»[17], καί τῆς δικῆς μας, ἰδιαίτερα μάλιστα τοῦ ἔτους πού διανύουμε μέ τή σκληρή δοκιμασία τῆς λοιμικῆς νόσου πού ταλανίζει ὁλόκληρο τόν πλανήτη, χωρίς νά μπορεῖ κανείς νά δεῖ πίσω ἀπό τά φαινόμενα τά ὑφαινόμενα.
Ὅπως φαίνεται ἀπό τά κείμενά του ὁ ἅγιος Νεόφυτος εἶχε μελετήσει πολύ καί σέ βάθος καί εἶχεν ἀφομοιώσει τούς ἐκκλησιαστικούς πατέρες, ὄχι μόνο τούς «μεγάλους» Βασίλειο, Χρυσόστομο κλπ, ἀλλά καί τούς νηπτικούς, ὅπως τοῦ «Μεγάλου Ἡσαΐου τοῦ ἀσκητοῦ» καί «τοῦ μακαρίου καί τρισοσίου καί ἀγγέλου ἐν ἀνθρώποις τῆς Κλίμακος Ἰωάννου»[18].
Κατά τόν ὅσιο Νεόφυτο ἡ μελέτη τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, πολύ βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο στή ζωή τῆς ἀρετῆς. Γράφει: «Ὅπου γὰρ συνεχὴς μνήμη ἐντολῶν, ἕπεται πάντως καὶ τὸ ποιῆσαι αὐτάς, ὅπου δὲ λήθη ἐντολῶν καὶ τὸ ποιῆσαι πάντως ἀφίσταται· ἴσμεν γὰρ ὅτι οὐδείς δύναται ποιεῖν ὅ ἐπί μνήμης οὐκ ἔχει ποσῶς». Τό νά θυμᾶται κανείς τίς ἐντολές τόν βοηθᾶ στό νά τίς ἐφαρμόσει. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει λήθη τῶν ἐντολῶν -θά λέγαμε ἐμεῖς ἄγνοια τῶν Γραφῶν-, ἐκεῖ ὑπάρχει ὡς φυσικό ἐπακόλουθο ἡ περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν[19].
Κατά τόν ἅγιό μας πυρήνας τοῦ «κατ᾽εἰκόνα» εἶναι τό αὐτεξούσιο. Γράφει: «Ὁ μέν ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς κατ᾽εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ τὸν ἄνθρωπον ἔπλασε καὶ τό αὐτεξούσιον ἐχαρίσατο… ἡμεῖς δὲ τὸ αὐτεξούσιον εἰληφότες εἰς ἀτόπους ἐννοίας καὶ πράγματα αὐτὸν παροργίζομεν».
Ὁ πνευματικός ἀγώνας γιά τήν νέκρωση τῶν παθῶν, τήν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐν Χριστῷ τελείωση εἶναι ὡραῖος, εἶναι ὁ «καλὸς ἀγὼν», ἀπαιτεῖ ὅμως πολλές δυνάμεις καί ἀντοχές ψυχικές ἀκατάβλητες. Γι᾽αὐτό συμβουλεύει ὁ ὅσιος Νεόφυτος: «Ἐννοήσωμεν τῶν ἁγίων τὰ κατορθώματα, ἐννοήσωμεν καὶ ἡμῶν τὰ ἐλαττώματα καὶ ἴδωμεν πόσον τὸ μέσον ἡμῶν τε κἀκείνων, καὶ εὑρήσομεν πολλὴν διαφορὰν μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν. Καὶ ἴδωμεν ὡς σαρκοφόρους ἀγγέλους ἐκείνους (ἡμᾶς δὲ ὀκνῶ κἄν ἀνθρώπους εἶναι εἰπεῖν) καὶ ζητήσωμεν καὶ διαπορήσωμεν πόθεν ἡ τοσαύτη γέγονε διαφορά…»[20].
Καθώς τώρα βλέπουμε τήν ἀπόσταση πού μᾶς χωρίζει ἀπό αὐτούς τούς «σαρκοφόρους ἀγγέλους», τούς ἁγίους ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς ἀποθάρρυνσης καί τῆς ἀπογοήτευσης. Προκειμένου λοιπόν νά μᾶς προφυλάξει ἀπό μιά τέτοια κατάσταση, ἀλλά καί νά μᾶς προβληματίσει ταυτόχρονα, μᾶς παρακινεῖ νά ἐξετάσουμε τόν ἐσωτερικό μας κόσμο, ὥστε νά ἀνακαλύψουμε γιατί ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀπόσταση καί ἡ διαφορά ἀνάμεσα στή δική μας ζωή καί τή ζωή τῶν ἁγίων. Καί ὅταν μέ ταπείνωση δοῦμε ποῦ ὑστεροῦμε, νά θελήσουμε νά τούς μιμηθοῦμε.
Ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε τήν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς. Μάλιστα τήν ὑπέδειξε μαζί μέ τή νηστεία ὡς τά δύο ἰσχυρά ὅπλα κατά τοῦ ἀνθρωποκτόνου ἀντιπάλου μας, τοῦ «πονηροῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Καί ὁ ὅσιος Νεόφυτος μιλώντας γιά τό μεγάλο αὐτό θέμα τῆς προσευχῆς σημειώνει: Ἀναρωτιέσαι χριστιανέ καί λές: «πῶς ἐξαιτήσομαι ἄγροικος ὤν»; Πῶς νά ζητήσω ἀπό τόν Θεό ἀφοῦ εἶμαι ἀμαθής; Καί ἀπαντᾶ: «Οὐ χρείαν ἔχεις τεχνολογίας πρὸς ταύτην τὴν αἴτησιν, ἀλλὰ μᾶλλον ἁπλότητος· ὡς ὁ ἄσωτος ἐπιστρέψωμεν, ὡς ὁ τελώνης δακρύσωμεν καὶ ὡς ὁ ληστὴς ἀνακράξωμεν· <μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου>· ληστρικὰ γάρ μου τά ἐπιτηδεύματα· οὐκ ἄλλον τινὰ ἀλλ`ἑαυτὸν ἐκληστεύων καθ᾽ἑκάστην οὐ παύομαι…»[21]. Ἡ προτροπή αὐτή τοῦ ἁγίου θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει τήν κατακλείδα τοῦ παρόντος. Δηλαδή, ἐπιστροφή στούς πατρικούς κόλπους τοῦ προδομένου Θεοῦ μέ τή συντριβή τοῦ ἀσώτου, τή ταπείνωση τοῦ τελώνη καί τή μετάνοια τοῦ ληστή. Δέν μᾶς ἀφήνει ὅμως ὁ ἅγιος νά τερματίσουμε τόν λόγο παρά μόνο ἄν καταθέσουμε τόν ὡραῖο στοχασμό μου τόν σχετικό μέ τόν θεῖον ἔρωτα, πού πρέπει νά πυρπολεῖ κάθε χριστιανική ψυχή. Γράφει ὁ ἅγιος: «Ὁ Δαυΐδ χορτασθῆναι ποθῶν τῆς θείας ὄψεως δυσωπῶν ἔλεγε: <Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι με τῆν δόξαν σου>. Πάντα γὰρ ἔχουσι κόρον τὰ πρόσκαιρα, ἐξ οὗ καὶ ἀηδία τις πολλάκις πέφυκε τίκτεσθαι. Διψῶν γάρ τις ἤ πεινῶν ἤ ἐρῶν σαρκικῶς, εἶτα τούτων εἰς κόρον μετασχὼν ἀηδῶς λοιπὸν ἔχει πρὸς ταῦτα· τοῦ δὲ θείου ἔρωτος οἱ ἐρασταὶ ἀηδίαν ἤ κόρον τῆς αὐτῶν ἐφέσεως οὐ λαμβάνουσι»[22].
Ἄς πρεσβεύει ὁ ἅγιός μας στόν Κύριο τῶν δυνάμεων γιά τό νησί του, τήν ἀγαπημένη μας πατρίδα Κύπρο καί τόν λαό της, γρήγορα νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τῶν νέων «σκαιῶν», ὥστε λυτρωμένη ἀπό τά δεινά νά ζήσει, μέ ἀκόμη περισσότερο ζῆλο καί συνέπεια, τήν «ἐν Χριστῷ ἐλευθερία» καί νά ἀπολαμβάνει ὁ λαός της τήν ἐν Αὐτῷ «σωτηρίαν».
Τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Β´