Του Γιαννάκη Λ.Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής
Των Αντιπροσώπων
Υπό την σκιά των προειδοποιήσεων του νέου Προέδρου των ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θέτουν επιτέλους το θέμα της κοινής Ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας στο πιο ψηλό επίπεδο συλλογικής διαβούλευσης της Ε.Ε. Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι 19 κράτη – μέλη της Ε.Ε, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος της Κύπρου και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, συνυπέγραψαν κοινή επιστολή με την οποία καλούν την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, να ενισχύσει την αμυντική βιομηχανία στην Ευρώπη.
Βεβαίως, η συζήτηση του θέματος της κοινής άμυνας και ασφάλειας πραγματοποιείται αφού προηγήθηκαν οι δηλώσεις του Ντόναλτ Τράμπ για επιβολή δασμών στην σύμμαχο Ε.Ε, των επαναλαμβανόμενων αξιώσεων του για αύξηση των αμυντικών δαπανών του ΑΕΠ στο ΝΑΤΟ και ενόσω απειλεί να προσαρτήσει τη Γροιλανδία, ακόμα και με χρήση στρατιωτικής βίας κατά της συμμάχου Δανίας. Και βέβαια με την συμπλήρωση σχεδόν τριών χρόνων από την έναρξη του Πολέμου στην Ουκρανία, που έφερε την Ευρώπη και την αρχιτεκτονική ασφάλειας της, στο επίκεντρο του Ρωσικού αναθεωρητισμού.
Η Πρόεδρος της Κομισιόν προέβη σε εξαγγελίες για τη γιγαντιαία ενίσχυση των Ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων, νέες πηγές χρηματοδότησης και για εμβάθυνση των Εταιρικών σχέσεων.
Η ενασχόληση στο υψηλότερο επίπεδο της Ε.Ε, με τα θέματα άμυνας και ασφάλειας και κατ’ επέκταση αυτόνομου ρόλου της στη διεθνή πολιτική σκηνή, είναι ένα σημαντικό γεγονός που συνδέεται με την ιστορική εξέλιξη της διαμόρφωσης του πυλώνα της Ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Και πραγματικά. Η ασφάλεια της Ευρώπης δεν είναι κάτι που απασχόλησε μόλις τα τελευταία χρόνια τα Ευρωπαϊκά κράτη. Βέβαια τις περασμένες δεκαετίες, μέχρι τη λήξη του ψυχρού πολέμου, πλείστα ευρωπαϊκά κράτη, με τη συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ, θεωρούσαν ικανοποιητική την παράμετρο της ασφάλειας τους. Όμως το σκηνικό άλλαξε. Οι κίνδυνοι διαφοροποιήθηκαν. Χθεσινοί εχθροί έγιναν σύμμαχοι.
Η πραγματικότητα αυτή οδήγησε σε κοσμογονικές αλλαγές. Σε αναδιατάξεις και ανακατατάξεις δυνάμεων, αλλαγή φιλοσοφίας που χώριζε τον κόσμο και ειδικότερα την Ευρώπη τόσο στο διπλωματικό, όσο και στον αμυντικό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, με τη λήξη του ψυχρού πολέμου, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναγκάστηκαν να αναπροσαρμοστούν.
Η ΚΕΠΠΑ, η ΕΠΑΑ και η ΚΠΑΑ όπως ονομάστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας παρά τις διαφορετικές διατυπώσεις, θεσμούς και δομές είναι σαφές ότι αποσκοπούσαν και αποσκοπούν στο να καταστήσουν την Ε.Ε ικανή να δρα στη διεθνή σκηνή όχι μόνο ως οικονομική αλλά και ως ενιαία και κατά το δυνατόν ανεξάρτητη πολιτική οντότητα. Πολιτική οντότητα, ισχυρή και αξιόπιστη, ικανή να αντιμετωπίζει τις διεθνείς προκλήσεις ως πραγματικός παγκόσμιος παίκτης που προωθεί σε πλανητική κλίμακα τις θεμελιακές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η ίδια: Ειρήνη, διεθνή ασφάλεια, ανεξαρτησία και ακεραιότητα της Ένωσης, προώθηση της διεθνούς συνεργασίας, δημοκρατία, κράτος δικαίου, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Για να επιτευχθεί ο τελικός αντικειμενικός σκοπός, θα πρέπει να ενισχυθούν οι επιχειρησιακές της ικανότητες, να αυξηθεί η ισχύς των πολυεθνικών ευρωπαϊκών σχηματισμών, να βοηθηθεί η δημιουργία μιας σύγχρονης αμυντικής βιομηχανίας, να δοθεί ώθηση στη συνεργασία στον τομέα της δορυφορικής επιτήρησης και να καλυφθούν τα κενά που έχουν διαπιστωθεί στις στρατιωτικές δυνατότητες της Ένωσης.
Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή τη φορά, η Ε.Ε θα περάσει από τα λόγια στην πράξη για διαμόρφωση μιας ενιαίας πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, που θα επιτρέψει και μια κοινή εξωτερική πολιτική. Με κατανόηση βέβαια μιας αδιαμφισβήτητης αλήθειας. Ότι ούτε κοινή εξωτερική πολιτική, ούτε ασφάλεια μπορεί να υπάρξει χωρίς ισχυρή και αποτελεσματική κοινή άμυνα.