Του Γιαννάκη Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής
των Αντιπροσώπων
Η πραγματοποίηση της πενταμερούς διάσκεψης τον Μαρτίου είναι προφανές ότι εμπεριέχει κινδύνους που θα πρέπει να αποφύγουμε.
Οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι καθώς για πρώτη φορά μετά τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 που αναφέρονται σε ομοσπονδία, με μια κυριαρχία, διεθνή νομική προσωπικότητα και υπηκοότητα επιχειρείται η προβολή προς συζήτηση συνομοσπονδιακής λύσης. Και αυτό γιατί η αξίωση για λύση δύο κρατών είναι πρόδηλο ότι κατατέθηκε στα πλαίσια μιας διαπραγματευτικής τακτικής. Με τελικό στόχο τη συνομοσπονδία,που θα παρουσιαστεί μάλιστα ως «υποχώρηση», αφού γίνει αποδεκτή η λεγόμενη «κυριαρχική ισότητα».
Η συνάντηση Προέδρου Χριστοδουλίδη – Τατάρ στη Ν.Υόρκη με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ κατέληξε στην συμφωνία πραγματοποίησης άτυπης πενταμερούς προκειμένου να αναζητηθεί φόρμουλα για έναρξη διαπραγματεύσεων.
Ωστόσο Τουρκία και υποχείρια Τ/Κ ηγεσία επιμένουν ότι δεν συζητούν ομοσπονδιακή λύση και θέτουν ως όρο την αναγνώριση της λεγόμενης κυριαρχικής ισότητας και ίσου διεθνούς καθεστώτος.
Συνεπώς η συμφωνία για έναρξη διαπραγματεύσεων με κοινή διαπραγματευτική βάση φαίνεται χλωμή αν όχι αδύνατη.
Ενώπιον αυτών των αδιαμφισβήτητων δεδομένων προκύπτουν αυτονόητα καθήκοντα.
1. Πρώτιστο καθήκον η προώθηση πολιτικών και διπλωματικών σχεδιασμών, ενεργειών και πρωτοβουλιών που να κινούνται σε απόκρουση κάθε προσπάθειας για λύση συνομοσπονδίας ή αναγνώρισης του ψευδοκράτους μέσω απόδοσης λεγόμενης«κυριαρχικής ισότητας στις δύο κοινότητες».
2. Η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ θα πρέπει να λάβει ευκρινές το μήνυμα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελληνική Κυπριακή πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να προσέλθει σε νέα πενταμερή ή σε οποιεσδήποτε άλλες διαπραγματεύσεις όσο βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη η τουρκική αξίωση λύσης δύο κρατών.
3. Να προβάλλεται η ετοιμότητα μας για συνομιλίες μόνο στη βάση των ψηφισμάτων και των αποφάσεων του ΟΗΕ και των αρχών του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
4. Δεδομένης της ιδιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως χώρας – μέλους της Ε.Ε. να απαιτήσουμε ανυποχώρητα την ενεργό ανάμιξη της Ε.Ε. στις διαδικασίες και τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συνεχιστεί ηπρωτοβουλία για διορισμό ειδικού απεσταλμένου από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το Κυπριακό, πολιτικής προσωπικότητας εγνωσμένου κύρους, αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Και όχι τεχνοκράτη όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Ασφαλώς το Κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής και εντάσσεται στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα και δεν είναι νοητή η απουσία της Ε.Ε. Για την άσκηση πίεσης προς την Τουρκία θα πρέπει να απαιτήσουμε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να επιβάλει στην Τουρκία την εκπλήρωση των Κυπρογενώνυποχρεώσεων της όπως αυτές αποφασίστηκαν ήδη από το 2005.
5. Η εθνική συνεννόηση και ομοψυχία Κύπρου – Ελλάδας αποτελεί προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για να είναι αποτελεσματική μια εθνική στρατηγική στο Κυπριακό. Χρειάζεται επανακαθορισμός προτεραιοτήτων, εις βάθος μελέτη των δεδομένων και ο πλήρης συντονισμός σε όλα τα επίπεδα. Αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας, προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.
Τελικά, χρειάζεται ένας σαφής προγραμματισμός ενεργειών και πρωτοβουλιών, Ένας εθνικός σχεδιασμός που θα μας βγάζει από την αμηχανία και θα μας παρουσιάζει συγκροτημένους και έτοιμους να προωθήσουμε τις δεδομένες στρατηγικές επιλογές μας.
Η αποτροπή αλλοίωσης της διαπραγματευτικής βάσης των συνομιλιών και του πλαισίου λύσης του Κυπριακού. Η αχρήστευση προώθησης συνομοσπονδιακής λύσης ή λύσης δύο κρατών που θα είναι ότι χειρότερο για τον κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αφού όχι μόνο θα οδηγήσει σε μόνιμο διαχωρισμό αλλά θα εξασφαλίσει στην Τουρκία μόνιμη επικυριαρχία σε όλο τον κυπριακό χώρο. Η πρόκληση είναι για όλους μεγάλη και οι ευθύνες ιστορικές.