Αν κάτι χαρακτήριζε τους ήρωες που μνημονεύουμε σήμερα, αυτό δεν ήταν άλλο από το ατελεύτητο ψυχικό και ηθικό αποταμίευμα που τηρούσαν για κάθε δύσκολη ώρα, για κάθε δύσκολη στιγμή της πατρίδας μας , ανέφερε ο Υπουργός Άμυνας Βασίλης Πάλμας μιλώντας στο εθνικό μνημόσυνο των πεσόντων στις μάχες της Τηλλυρίας τον Αύγουστο του 1964 που τελέστηκε σήμερα Κυριακή στον Παχύαμμο στον Ιερό Ναό Αγίου Ραφαήλ, προσθέτοντας πως η απαράμιλλη ηρωική θυσία όλων τους λειτουργεί ως βροντερή φωνή που καλεί και επιτάσσει τη συνέχιση του αγώνα που διεξάγουμε για τερματισμό της κατοχής, απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας.
Πρόσθεσε πως με ε τον ηρωικό θάνατό τους μας κληροδότησαν μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη αξιών.
Κάθε χρόνο αυτές τις μέρες, είπε ο κ. Πάλμας ανακαλούμε στη μνήμη τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περιοχή της Τηλλυρίας τον Αύγουστο του 1964. Ανεβαίνοντας σήμερα στη μαρτυρική γη, τη γη αυτή που δέχθηκε την τελευταία ανάσα των γενναιόψυχων υπερασπιστών της, αισθανόμαστε την ιστορικά φορτισμένη της αύρα, συμπλήρωσε , προσθέτοντας πως ανακαλούμε στη μνήμη τις φρικιαστικές εικόνες από τα πεδία των μαχών και τα σπαραξικάρδια στιγμιότυπα ενός εφιάλτη που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Επιστρέφουμε με σεβασμό πίσω στον χρόνο και μετράμε τις νωπές ακόμα πληγές της μαρτυρικής μας πατρίδας και κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ στους υπερήφανους προασπιστές της γης της Τηλλυρίας στους γενναίους καταδρομείς της 31ης Μοίρας Καταδρομών, στους μαχητές των 206 και 216 Ταγμάτων Πεζικού και των 83ου και 85ου Λόχων του 8ου Τακτικού Συγκροτήματος, συμπλήρωσε.
Υποκλινόμαστε ανέφερε,στην ηρωική στάση των ανδρών του Λόχου Εθνοφρουράς του Κάτω Πύργου και του Παχύαμμου, αλλά και στην αυταπάρνηση που επέδειξαν οι επτά θυσιασθέντες της ακταιωρού «Φαέθων» του Ναυτικού της Εθνικής Φρουράς.
Παραλαμβάνοντας είπεο Υπουργός Άμυνας την αιματοβαμμένη σκυτάλη που μας παρέδωσαν εξήντα χρόνια πριν, έχουμε την ιερή υποχρέωση να ανανεώσουμε τον όρκο για συνέχιση του αγώνα, μέχρι την τελική δικαίωση της Κύπρου μας, σημειώνοντας πως το άφθαστο πνεύμα αγωνιστικότητας των ηρωικών μας προγόνων ενδυναμώνει την πίστη, τη θέληση και την αντοχή μας στον αγώνα άρσης της κατοχής, απελευθέρωσης και επανένωσης της πατρίδας μας.
Όπως ανέφερε ο κ. Πάλμας αναφερόμενος στην Ιστορία της Τηλλυρίας το κλίμα ανάμεσα στις δύο κοινότητες επιδεινώθηκε αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Συνθήκες Εγκαθίδρυσης και οι ετεροβαρείς πρόνοιες του Κυπριακού Συντάγματος ενέτειναν το κλίμα καχυποψίας και έλλειψης εμπιστοσύνης. Για την ελληνοκυπριακή πλευρά οι Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου ήσαν ετεροβαρείς, παραχωρούσαν υπερπρονόμια στη μειοψηφία και άφηναν ανεκπλήρωτους τους προαιώνιους πόθους για ένωση με τον εθνικό κορμό. Από την άλλη, η Άγκυρα είχε άλλα σχέδια που προέβλεπαν τη δημιουργία εντάσεων και τετελεσμένων με σκοπό την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη διχοτόμηση του νησιού, τον διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων και την εγκαθίδρυση αμιγώς τουρκοκυπριακής διοίκησης σε μια μεγάλη γεωγραφική έκταση της Κύπρου που θα ήλεγχε αποκλειστικά. Γι’ αυτό προχώρησε γοργά στην οργάνωση, τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση ένοπλων παραστρατιωτικών τμημάτων, με σκοπό την αποσταθεροποίηση του κράτους, κάτι που θα διευκόλυνε την υλοποίηση των σχεδιασμών της.
Στην ελληνοκυπριακή πλευρά, για αντιμετώπιση των στηριζόμενων από την Άγκυρα τουρκοκυπριακών ενόπλων τμημάτων σχηματίστηκαν συνέχισε, αντίστοιχες εθελοντικές ένοπλες ομάδες, οι οποίες εν γνώσει του κράτους απόκτησαν ρόλο υπεράσπισης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όπως ανέφερε ο Υπουργός Άμυνας τον Νοέμβριο, η Κυβέρνηση Μακαρίου, προκειμένου να βελτιώσει πρόνοιες του Συντάγματος που καθιστούσαν δυσλειτουργικό το κράτος και επέφεραν συχνά αδιέξοδα, κατέθεσε «δεκατρία σημεία» για την απρόσκοπτη άσκηση των εξουσιών.
Λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα του ΄63, οι ένοπλες συγκρούσεις στην περιοχή της παλιάς Λευκωσίας και ακολούθως στα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας και στην πόλη της Λάρνακας, κλιμακώθηκαν ραγδαία και επεκτάθηκαν και στις υπόλοιπες πόλεις του νησιού.
Τα γενικευμένα επεισόδια είχαν ως αποτέλεσμα την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις θέσεις που κατείχαν στη δημόσια υπηρεσία και την Κυβέρνηση, τη μετακίνησή τους από τα μεικτά χωριά, την περιχαράκωσή τους σε θύλακες και τον διαχωρισμό της Λευκωσίας από τα Ηνωμένα Έθνη, με τη χάραξη της «Πράσινης Γραμμής».
Τον Αύγουστο του 1964 νέα πιο αιματηρά επεισόδια διεξήχθησαν στην ευρύτερη περιοχή της Τηλλυρίας. Τα γεγονότα της Τηλλυρίας αποτέλεσαν επί της ουσίας την πρώτη απόπειρα της Τουρκίας να εισβάλει στρατιωτικά στην Κύπρο, με στόχο την κατάλυση της νεοϊδρυθείσας Κυπριακής Δημοκρατίας και την εκ των πραγμάτων διαίρεση του νησιού.
Είπε ακόμη πως στο πλαίσιο εφαρμογής των επεκτατικών της σχεδίων η Τουρκία το προηγούμενο διάστημα προχώρησε στη σταδιακή ενίσχυση του θύλακα των χωριών Κόκκινα και Μανσούρα, με στόχο την εδραίωση και σταδιακή διεύρυνσή του και συνένωση με αυτόν της Λεύκας και ακολούθως με αυτόν της Λευκωσίας – Κιόνελι. Τελικός στόχος της Άγκυρας αποτελούσε ο έλεγχος ενός γεωγραφικά μεγάλου μέρους της Κύπρου, δημιουργώντας με αυτή την εξέλιξη τις αποσταθεροποιητικές συνθήκες που επιζητούσε.
Ο θύλακας των Κοκκίνων προοριζόταν να αποτελέσει το προγεφύρωμα της Τουρκίας στην Κύπρο, επιτρέποντας την άμεση και απρόσκοπτη θαλάσσια σύνδεση με το νησί.
Επιπλέον θα λειτουργούσε ως σημείο πρόσβασης για τη μεταφορά στρατιωτικού προσωπικού και πολεμικού υλικού, με στόχο την ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 1964, η Τουρκία, αφού πέτυχε να μεταφέρει στην περιοχή αριθμό στρατιωτικών δυνάμεων και σημαντικές ποσότητες οπλισμού και πυρομαχικών, προχώρησε στην προώθηση των θέσεων της πέραν των ορίων του θύλακα.
Αποκορύφωμα της τουρκικής επιθετικότητας αποτέλεσε η κατάληψη του στρατηγικής σημασίας υψώματος «Λωρόβουνος», στις 9 Ιουλίου.
Για αποτροπή διεύρυνσης του θύλακα των Κοκκίνων και αποσόβησης τετελεσμένων που θα είχαν τραγικές συνέπειες στο Κράτος, η Κυπριακή Πολιτεία αποφάσισε τη διεξαγωγή στρατιωτικής επιχείρησης για ανακατάληψη των καταληφθέντων από τους Τούρκους υψωμάτων στην περιοχή, που θα οδηγούσαν τις τουρκικές δυνάμεις σε υποχώρηση στον θύλακα των Κοκκίνων.
Στις 7 Αυγούστου ένοπλα τμήματα του Κράτους, με κύρια δύναμη τη νεοσύστατη Εθνική Φρουρά συνεπικουρούμενη από εθελοντές της περιοχής, αφού πέτυχαν τον αρχικό τους στόχο για ανακατάληψη των υψωμάτων, έλαβαν διαταγή για προετοιμασία νυκτερινής επιθετικής επιχείρησης, με σκοπό την ολοκληρωτική εξάλειψη του προγεφυρώματος.
«Συνεχίζεται εις Τηλλυρίαν η προέλασις των νομίμων δυνάμεων της Δημοκρατίας. Αι εκκαθαριστικαί επιχειρήσεις εις την περιοχήν […] συνεχιζόμεναι με τον αυτόν έντονον ρυθμόν φέρουν συνεχώς πλησιέστερον τους γενναίους εθνοφρουρούς μας προς τον κύριον στόχον των, δηλαδή προς την κορυφήν του Λωρόβουνου […]» έγραφε στο πρωτοσέλιδό της, στις 8 Αυγούστου, η εφημερίδα «Ο Αγών».
Η επιτυχής προέλαση των ενόπλων μας δυνάμεων προκάλεσαν την οργή της Άγκυρας, η οποία στις 8 και 9 Αυγούστου απάντησε με ανελέητους βομβαρδισμούς από την πολεμική της αεροπορία.
Γύρω στα 30 μαχητικά αεροσκάφη επιτέθηκαν με σφοδρότητα, πλήττοντας με εκατοντάδες ρουκέτες και βόμβες ναπάλμ θέσεις της Εθνικής Φρουράς, αλλά και άμαχο πληθυσμό σε κατοικημένες περιοχές, από τον Ξερό μέχρι τον Πύργο.
«Τα τουρκικά αεροσκάφη έρριψαν ροκέττας και εμπρηστικάς βόμβας και εμυδραλλιοβόλησαν τους αμάχους.Τα μόνα σημεία ζωής είναι τα βογγητά των τραυματιών και αι κραυγαί των περιφερομένων ζώων», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, στις 9 Αυγούστου.
Αποκορύφωμα της βιαιότητας αποτέλεσε ο ανελέητος βομβαρδισμός του πρόχειρου νοσοκομείου που αναπτύχθηκε στον Παχύαμμο, ο οποίος έσπειρε αδιακρίτως τον όλεθρο και την καταστροφή, σκοτώνοντας και επιφέροντας πολύ σοβαρούς τραυματισμούς σε προσωπικό και ασθενείς.
Μετά το πέρας του μνημόσυνου, δρομείς του Παγκύπριου Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων μετέφεραν φλόγα από το ύψωμα Λωρόβουνος, όπου είχαν διεξαχθεί οι επικές νικηφόρες μάχες της 31ης μοίρας καταδρομών, έως και το προαύλιο του ναού στο ηρώο.
Μετά την αφή της φλόγας έγινε επιμνημόσυνη δέηση στο χώρο του μνημείου, ονομαστικό προσκλητήριο πεσόντων και κατάθεση στεφάνων.