Το ημερολόγιο έγραφε 19 Ιουλίου 1974. Εκείνη η νύχτα και το ξημέρωμα της 20ης Ιουλίου είναι ένα χρονικό διάστημα, το οποίο έχει γραφτεί για πάντα στη μνήμη των Κυπρίων που το έζησαν, ξύπνησε μνήμες Μικρασιατικής Καταστροφής στους Ελλαδίτες που το άκουγαν να εκτυλίσσεται και έφερε αίμα, πόνο και μέχρι το 2024 μία πληγή που δεν λέει να κλείσει. Ίσως είναι μια εθνική πληγή για την Ελλάδα που δεν θα κλείσει ποτέ. Ήταν η έναρξη της επιχείρησης «Αττίλας 1».
Οι Τούρκοι αποκαλούν την εισβολή «Ειρηνευτική Κίνηση Κύπρου» (Kıbrıs Barış Harekâtı). Η ουσία είναι ότι πρόκειται για μία διπλή επιχείρηση (μαζί με τον «Αττίλα 2» λίγες ημέρες αργότερα), μέσω της οποίας το τουρκικό κράτος, εκεταλλευόμενο γεωπολιτικές καταστάσεις ευνοϊκές προς αυτό, προετοιμασία μηνών για μία τέτοια κίνηση και την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα (χούντα Παπαδόπουλου και στη συνέχεια Ιωαννίδη), εισέβαλε και κατέλαβε το ένα τρίτο της Κύπρου.
Εξ αρχής το τουρκικό κράτος έψαχνε τρόπο να εκμεταλλευτεί τη δράση της ΕΟΚΑ. Με ανακοινώσεις τους και δηλώσεις διπλωματών τους, πολύ πριν από εκείνο το διάστημα οι Τούρκοι αποσιωπούσαν τεχνηέντως τη δράση της ΕΟΚΑ ως απελευθερωτικής οργάνωσης και τον αγώνα της για την αυτοδιάθεση της Κύπρου από τους Άγγλους και επικεντρώνονταν μόνο στα περιστατικά βίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και συγκεκριμένα στις διακοινωτικές ταραχές του 1963, χτίζοντας ένα αφήγημα περί προσπάθειας εξόντωσης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας από τους Ελληνοκύπριους, η οποία μάλιστα, κατά το αφήγημα θα ολοκληρωνόταν με την «Ένωση» της Ελλάδας με την Κύπρο.
Σε αυτό το αφήγημα συνέβαλε και η επίθεση του αρχηγού της ΕΟΚΑ (και ιδρυτή της διαβόητης οργάνωσης «Χ»), Γεωργίου Γρίβα, το 1967 κατά του χωριού Κοφίνου, στη Λάρνακα, ένα περιστατικό γνωστό ως φιάσκο της Κοφίνου, όπου σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι, το οποίο προκάλεσε διεθνείς πιέσεις και εν τέλει απόσυρση της ΕΟΚΑ από την περιοχή. Η υπερβολική χρήση βίας μετέστρεψε την παγκόσμια κοινή γνώμη εναντίον των ελληνοκυπριακών θέσεων, ενώ οδήγησε την ελληνική μεραρχία, η οποία βρισκόταν ανεπίσημα στην Κύπρο, να αποχωρήσει από το νησί.
Η χούντα των Αθηνών, υπό τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ήταν σε συνομιλίες με τον Γρίβα και έλεγε ότι επιθυμούσε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Γι’ αυτό και είχε ξεκινήσει μια εκστρατεία υπονόμευσης του Μακαρίου.
Μετά από απόπειρες δολοφονίας του και ένα «εκκλησιαστικό πραξικόπημα», στις 2 Ιουλίου του 1974 ο Μακάριος ζήτησε την απόσυρση των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες που είχε, θεωρούνταν πιθανή η διενέργεια πραξικοπήματος εναντίον του από στελέχη που ελέγχονταν από τη Χούντα των Αθηνών. Η Χούντα των Αθηνών, υπό τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, πίστευε πως ο Μακάριος δεν επεδίωκε πλέον την πολιτική της Ένωσης, και ετοίμαζε σχέδια να τον ανατρέψει. Τον Μάρτιο του 1974, η Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών ανακάλυψε έγγραφα της ΕΟΚΑ Β΄τα οποία κατέγραφαν σχέδια διενέργειας πραξικοπήματος υποβοηθούμενου από τη Χούντα των Αθηνών.
Ο Ιωαννίδης διέταξε να γίνει το πραξικόπημα. Στις 15 Ιουλίου, ώρα 8:15, το προεδρικό μέγαρο της Κύπρου βοβαρδίζεται από ομάδες της Εθνικής Φρουράς. Το ίδιο απόγευμα φαινόταν ότι το πραξικόπημα είχε τελικά επικρατήσει, με απολογισμό 91 νεκρούς και 250 τραυματίες. Οι πραξικοπηματίες βομβάρδισαν το προεδρικό μέγαρο για να δολοφονήσουν τον Μακάριο που διέφυγε τελευταία στιγμή. Επικεφαλής της κυβέρνησης που έστησε η χούντα με τους πραξικοπηματίες τοποθετήθηκε ο Νίκος Σαμψών. Από τα Μέσα Ενημέρωσης οι πραξικοπηματίες διέδιδαν ότι ο Μακάριος είναι νεκρός.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διέφυγε προς την Πάφο και, στις 19 Ιουλίου, έλαβε μέρος στη σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου κατήγγειλε τη Χούντα των Αθηνών για εισβολή. Χαρακτήρισε το πραξικόπημα εισβολή της Χούντας, το οποίο παραβίαζε τη συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου, κάτι που αφορά και τους Τουρκοκύπριους. Επιπλέον, κατηγόρησε τη Χούντα για διπροσωπία και υπονόμευση του ΟΗΕ.
Με έναν άρτια προετοιμασμένο μηχανισμό, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης αρχίζουν από την επόμενη κιόλας ημέρα από το πραξικόπημα(16 Ιουλίου) να μεταδίδουν φόβους του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντεγκτάς και του πρωθυπουργού της Τουρκίας, Μπουλέντ Ετζεβίτ (αναπληρωτής πρωθυπουργός ήταν ο φανατικά ισλαμιστής και μέντορας του Ερντογάν, Νετζμετίν Ερμπακάν) για εκκαθάριση. Ήδη υπήρχαν αναφορές για συγκέντρωση δυνάμεων στα παράλια της Μερσίνας και ασκήσεις από πλευράς τουρκικών στρατωτικών δυνάμεων.
Σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, διεθνείς παράγοντες, διπλωμάτες και πολιτικοί συνομιλούσαν με τον Μακάριο, τον Ετζεβίτ και τη χούντα των Αθηνών σε μία προσπάθεια να αποτραπεί ένας πόλεμος.
Η ρήση του Μακαρίου περί εισβολής της χούντας των Αθηνών στην Κύπρο, χρησιμοποιήθηκε νωρίτερα και από τον Μπουλέντ Ετζεβίτ σε συνομιλία που είχε με τον Βρετανό πρωθυπουργό Γουΐλσον, λίγο μετά από τη συνάντηση του δεύτερου με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο Ετζεβίτ υποστήριξε πως το πραξικόπημα είχε χαρακτηριστικά εισβολής.
Στις 17 Ιουλίου, ο Μακάριος αναχωρεί από το Λονδίνο για τις ΗΠΑ για να μιλήσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ που είχε συγκληθεί. Την επομένη ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο με τον υφυπουργό Αμύνης Έλσγουορθ επιστρέφουν στην Αθήνα από την Άγκυρα, όπου μεταφέρουν ενθαρρυντικά μηνύματα και μεταδίδουν ένα κλίμα που αποτύπωνε την εντύπωση ότι πιθανώς θα αποτρεπόταν ο πόλεμος.
Όμως το ίδιο βράδυ, στις 19 Ιουλίου, ώρα 20:00 η τουρκική αρμάδα, προλαβαίνοντας οποιαδήποτε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αποπλέει από τη Μερσίνα. Τα ραντάρ πιάνουν τους στόχους. Οι χουντικοί στην Αθήνα κοιμούνται, κυριολεκτικά.
Ξημερώματα, γύρω στις 5:00 της 20ης Ιουλίου η Κύπρος ξυπνά με έναν ήχο που δεν θέλει ποτέ κανείς να ακούσει. Έναν ήχο που έσπειρε τρόμο, πανικο. Έναν ήχο που κανείς ποτέ στο νησί δεν θα ξεχάσει. Οι πολεμικές σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν μανιασμένα, καθώς η τουρκική αποβατική αρμάδα πατούσε το πόδι της στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην παραλία Πεντεμίλι, η οποία βρίσκεται στη βόρεια ακτογραμμή της Κύπρου, περίπου 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνιας. Είχαν ξεκινήσει από το λιμάνι της Μερσίνας της Τουρκίας, και η αρχική πρόθεσή τους ήταν να αποβιβαστούν στην παραλία της Γλυκιώτισσας, η οποία όμως κρίθηκε ακατάλληλη. Πριν την αποβίβαση, Τούρκοι βατραχάνθρωποι έψαξαν για νάρκες. Η τουρκική δύναμη αποτελείτο από 3.000 στρατιώτες, 12 άρματα μάχης M47 και 20 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού M113, και 12 ολμοβόλα.
Οι χουντικοί είχαν παγώσει. Επί ώρες δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Οι Αμερικανοί ταυτόχρονα πίεζαν σε μη εμπλοκή της Ελλάδας με δύο απειλές-προειδοποιήσεις:
Η Ελλάδα θα ηττηθεί και θα χάσει εδάφη
Οι ΗΠΑ θα εγκαταλείψουν την Ελλάδα αν δεν συμβιβαστεί με τις πολιτικές τους
Η χούντα επιχείρησε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα, η οποία όμως γρήγορα αποδείχθηκε επιπόλαια και ασυντόνιστη ενέργεια και, σε δεύτερο χρόνο, ανακλήθηκε.
Στις 20 Ιουλίου το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει ψήφισμα με το οποίο καλεί τις πλευρές να προχωρήσουν σε συνομιλίες για επίτευξη εκεχειρίας. Ο Ετζεβίτ απαιτεί να μην υπάρξει ενίσχυση στην Κύπρο από ελληνικής πλευράς στην Κύπρο.
Το πρωί της 21ης Ιουλίου, στη σύσκεψη της στρατιωτικής ηγεσίας, αποφασίστηκε πως σε περίπτωση που δεν σταματήσουν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, η ελληνική κυβέρνηση θα αποχωρούσε από το ΝΑΤΟ και θα ανακοίνωνε έναρξη πολέμου με Τουρκία. Ο Αμερικάνος πρέσβης, Τάσκα, όταν του ανακοινώθηκε η απόφαση, επικοινώνησε με τον πρόεδρο Γκιζίκη και τον ενημέρωσε για τους κινδύνους.
Τελικά ο Ιωαννίδης αποφάσισε στις 21 Ιουλίου να κηρύξει πόλεμο. Ο Ιωαννίδης κάλεσε τον πρόεδρο Γκιζίκη, τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριο Μπονάνο, τον πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο και τον υπουργό Άμυνας Λατσούδη και τους ενημέρωσε για την απόφαση του. Ο Μπονάνος την αποδέχτηκε με τον όρο να δεχτούν οι αρχηγοί των τριών κλάδων. Αμέσως μετά, κάλεσε τους αρχηγούς και υπαρχηγούς της Αεροπορίας και του Ναυτικού. Όλοι οι στρατηγοί εξέφρασαν επιφυλάξεις για το αν η Ελλάδα μπορεί να αντέξει ένα πόλεμο με την Τουρκία, (η οποία είχε συγκεντρωμένο στρατό στη Σμύρνη) ενώ φοβούνταν και επίθεση από τον Βορρά (Βουλγαρία). Έτσι αρνήθηκαν να κηρύξουν πόλεμο. Τελικά αποφασίστηκε να σταλούν μυστικά ενισχύσεις στους Ελληνοκύπριους, με τη μορφή μίας μεραρχίας πεζικού, ενός τάγματος καταδρομών και ενός τάγματος μέσων αρμάτων μάχης.
Τα μεσάνυχτα της 21ης προς την 22α Ιουλίου, ο εκπρόσωπος του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ μεσολάβησε για τη σύναψη ανακωχής μεταξύ των δυο εμπολέμων μερών, η οποία επιτεύχθηκε νωρίς το απόγευμα (4:00 μ.μ.) της 22 Ιουλίου. Μετά την αποδυνάμωση του Ιωαννίδη, ο Μπονάνος ανέλαβε την ευθύνη για τη μη εμπλοκή σε ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Στις 22 Ιουλίου, ολοκληρώθηκε η μεταφορά τουρκικού εφοδιασμού από τη Μερσίνα. Με την ενίσχυση σε βαρύ οπλισμό, ξεκίνησε η επίθεση στην Κερύνεια, η οποία ήταν σχεδόν άδεια αφού οι κάτοικοι είχαν μετακινηθεί στον Άγιο Ιλαρίωνα για ασφάλεια. Με τη βοήθεια του πυροβολικού, ολοκληρώθηκε η επίθεση κατά των θυλάκων των Τουρκοκυπρίων στη Σακκάρια, στην Καραόλου και στην παλιά πόλη της Αμμοχώστου.
Την 24η Ιουλίου, ορκίστηκε στην Αθήνα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Παράλληλα στην Κύπρο, τα γεγονότα υποχρέωσαν τον Σαμψών να παραιτηθεί. Πρόεδρος ανάλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης.
Στις 25 Ιουλίου, με πρωτοβουλία της Αγγλίας, άρχισαν στη Γενεύη της Ελβετίας ειρηνευτικές συνομιλίες με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών (Μαύρος, Γκιουνές, Κάλαχαν). Οι συνομιλίες διήρκεσαν 5 ημέρες. Στις 30 Ιουλίου υπογράφηκε διακήρυξη με την οποία καλούνταν «οι αντίπαλες δυνάμεις στην Κύπρο να σταματήσουν κάθε επιθετική ή εχθρική δραστηριότητα».
Στις 29 Ιουλίου το Συμβούλιο της Ευρώπης πέρασε το Ψήφισμα 573 στο οποίο καταδίκαζε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Κύπρο και αναγνώριζε το δικαίωμα της Τουρκίας να επέμβει για να αποκαταστήσει το προ-πραξικοπηματικό καθεστώς, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960.
Η δεύτερη εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο
Στις 8 Αυγούστου επαναλήφθηκαν στη Γενεύη οι συνομιλίες, με τη συμμετοχή αυτή τη φορά και των εκπροσώπων της ελληνοκυπριακής κοινότητας (Γλαύκου Κληρίδη) και της τουρκοκυπριακής κοινότητας (Ραούφ Ντενκτάς). Ο Τούρκος υπ. Εξωτερικών, Τουράν Γκιουνές, ζήτησε να αποδεχτεί η ελληνική πλευρά ομοσπονδοποίηση και διαχωρισμό πληθυσμού με το 34% του εδάφους να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους. Ο Γλαύκος Κληρίδης ζήτησε επίμονα αναβολή των συνομιλιών, ώστε να του παρασχεθεί χρόνος (36 έως 48 ώρες) να διαβουλευθεί με την ελληνική και κυπριακή πολιτική ηγεσία. Αργά το βράδυ της 13ης Αυγούστου ο Γκιουνές, ισχυρίστηκε πως οι Ελληνοκύπριοι παίζουν παιχνίδια με τον χρόνο και πως ο Κληρίδης έπρεπε να απαντήσει αμέσως αλλιώς ναυαγούν οι συνομιλίες.
Στις 14 Αυγούστου ξεκίνησε η δεύτερη επιχείρηση των Τούρκων (Αττίλας II), η οποία κράτησε άλλες τρεις ημέρες, ενώ μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ προέβησαν σε σφαγές αμάχων και γυναικόπαιδων στα χωριά Μαράθα, Σανταλάρη και Αλόα, τις οποίες τα Ηνωμένα Έθνη τις περιέγραψαν ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Οι Τούρκοι θα κατακτούσαν περισσότερο από ό,τι ζητούσαν στη Γενεύη πριν λίγες ώρες.
Σε σύσκεψη που συγκάλεσε ο Κληρίδης, στις 14 Αυγούστου, για να τους θέσει τις τουρκικές απαιτήσεις για ομοσπονδία, στην οποία συμμετείχαν οι πολιτικοί και θρησκευτικοί αρχηγοί και ο Νίκος Σαμψών, ο Κληρίδης τους περιέγραψε την κατάσταση και τους ενημέρωσε πως οι Τούρκοι μπορούν να καταλάβουν όλη την Κύπρο.
Στις 25 Αυγούστου, με πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ, ξανάρχισαν οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού. Η τουρκοκυπριακή πλευρά ήθελε ομοσπονδιοποίηση με ανταλλαγή πληθυσμών, ενώ ο Γλαύκος Κληρίδης ήταν έτοιμος να αποδεχτεί την ομοσπονδία αλλά χωρίς ανταλλαγή πληθυσμών. Τελικά τον Αύγουστο του 1975, επήλθε συμφωνία η οποία είναι γνωστή με το όνομα Συμφωνία της Γ΄ Βιέννης. Η τουρκοκυπριακή ερμηνεία διατηρεί την άποψη ότι πρόκειται για συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών ενώ η ελληνοκυπριακή ότι επρόκειτο για προσωρινό ανθρωπιστικό μέτρο.