50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, τόσο η Τουρκία όσο και κακόπιστοι τρίτοι εξακολουθούν να προβάλλουν τον έωλο ισχυρισμό δήθεν νομιμότητας του τουρκικού εγκλήματος.
Ποια όμως είναι η νομικοπολιτική πραγματικότητα, όπως προκύπτει από ρητές πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου και γνωματεύσεις διαπρεπών διεθνολόγων;
Είναι κοινός τόπος για τους διεθνολόγους ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 δεν παρέχει το δικαίωμα χρήσεως βίας σε κάποια από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Μια τέτοια ερμηνεία αντίκειται προς τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις διατάξεις διεθνούς αναγκαστικού δικαίου και καθιστά τη συνθήκη άκυρη. Το νομικά έωλο και πολιτικά παράδοξο των ισχυρισμών της Τουρκίας, ότι η εισβολή στην Κύπρο ήταν νόμιμη και ότι πήγαζε από τις Συνθήκες Εγγυήσεως, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο Διεθνές Δίκαιο, αλλά σε μια νοοτροπία επεκτατισμού νεοθωμανικής έμπνευσης.
Για τη μονομερή αυθαίρετη και εξόχως αντινομικήερμηνεία της Συνθήκης Εγγυήσεως από την Τουρκία για να δικαιολογήσει την τουρκική εισβολή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες γνωματεύσεις διεθνούς κύρους διεθνολόγων. Προτού τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη Εγγυήσεως ζητήθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, όπως γνωματεύσει επί του κύρους της εν λόγω Συνθήκης. Η γνωμάτευση, την οποία ετοίμασε ένας από τους σημαντικότερους διεθνόλογους του αιώνα που μας πέρασε, ο Hans Kelsen, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να ερμηνεύεται η Συνθήκη Εγγυήσεως. Ο Kelsen, αν και παρατήρησε ότι η σύναψη μιας συνθήκης εγγυήσεως είναι κατ’ αρχήν έγκυρη, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, εντούτοις προχώρησε σε περαιτέρω σχόλια αναφορικά με το άρθρο 3 της Συνθήκης που προβλέπει γιαδικαίωμα επέμβασης. Παραθέτουμε ορισμένα σημαντικά αποσπάσματα από τις σχετικές επισημάνσεις:
« Το άρθρο 3 της Συνθήκης Εγγυήσεως φαίνεται ότι, όπως προκύπτει τόσο από τους όρους του όσο και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνάφθηκε, αποσκοπεί να καλύψει κυρίως περίπτωση κατά την οποία το Κυπριακό Σύνταγμα ανατρέπεται από εσωτερική επανάσταση, η οποία στοχεύει είτε στον περιορισμό των μειονοτικών δικαιωμάτων, είτε σε ένωση με άλλο κράτος ή σε διχοτόμηση. Αν οι εγγυήτριες δυνάμεις είχαν δικαίωμα να αναλάβουν δράση στρατιωτικού χαρακτήρα, αυτό θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις να δικαιολογηθεί ως αυτοάμυνα. Αυτές οι περιστάσεις θα προέκυπταν αν, κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης, γινόταν ένοπλη επέμβαση κατά των στρατευμάτων μιας εγγυήτριας δύναμης που βρίσκονται σταθμευμένα στην Κύπρο. Το δικαίωμα αυτό αυτοάμυνας όμως, δεν πηγάζει από τη Συνθήκη Εγγυήσεως, αλλά από το γενικό Διεθνές Δίκαιο, όπως περιορίζεται από το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη».
Και καταλήγει ο Kelsen μετά από επιπρόσθετες αναλύσεις: « Κανένα δικαίωμα ένοπλης επέμβασης δεν πηγάζει αυτόματα από τους όρους της Συνθήκης και ακόμα και αν είχε υιοθετηθεί η ακραία άποψη ότι παρόμοιο δικαίωμα προκύπτει, τότε αυτό θα περιοριζόταν πρώτα από την ανάγκη για καταφυγή σε μέσα ειρηνικής επίλυσης των διαφορών που είναι διαθέσιμα στα ενδιαφερόμενα κράτη».
Η Τουρκία συνεπώς παραβίασε τις υποχρεώσεις της. Ερμήνευσε αυθαίρετα τη Συνθήκη Εγγυήσεως κατά τον τρόπο που η ίδια επιθυμούσε. Οποιαδήποτε αναγνώριση εγγυητικών δικαιωμάτων στην Τουρκία σε ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού προβλήματος θα ισοδυναμεί ουσιαστικά με παράδοση της Κύπρου στα χέρια της Τουρκίας , εφόσον θα ανανεώνει τα δικαιώματα που η Τουρκία παραβίασε και εξακολουθεί να παρερμηνεύει. Θα συνιστά σε τελική ανάλυση μια δικαίωση της τουρκικής εισβολής και της τουρκικής παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου.
Όλα αυτά τα συντριπτικά, ως προς την έκδηλη παρανομία της Τουρκίας που συνεχίζεται για 50ολόκληρα χρόνια, καλό είναι να τα μελετήσουν και να τα εμπεδώσουν όσοι άκριτα, άσοφα και επιπόλαια προβάλλουν απόψεις που χύνουν νερό στην τουρκική προπαγάνδα.
Σε οποιεσδήποτε νέες διαδικασίες για λύση του Κυπριακού, θα πρέπει η αδικοπραγία της Τουρκίας κατά παραβίαση της συνθήκης εγγυήσεως του 1960, να προβάλλεται και να μη διαγράφεται. Ως επιχείρημα της ανάγκης οριστικής της κατάργησης για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η Κύπρος θα είναι πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος που λειτουργεί μόνο στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και όχι στη βάση αποικιοκρατικής αντίληψης και νοοτροπίας κηδεμονευτικών βαρών.