Οι δρόμοι της παφίτικης πίσσας που η μελετήτρια της παράδοσης Άννα Τσέλεπου ακολούθησε σε ένα νοσταλγικό ταξίδι ξεκινά από το χωριό Χλώρακα. Οι μνήμες στρέφονται πίσω. Στο χωριό Χλώρακα μπορεί κάποιος ακόμα και σήμερα να συναντήσει αιωνόβιες τρεμιθιές και να εντυπωσιαστεί από το θέαμα. Τα αιωνόβια δέντρα τρεμιθιών που υπήρχαν στη Κισσόνεργα μέχρι πρόσφατα ενέπνευσαν και τον φημισμένο Κισσονεργίτη εικαστικό Χρήστο Φουκαρά, ο οποίος ζει στο χωριό.
Στην πρώτη ιστορία που περιέγραψε η Άννα Τσέλεπου, η Ιφιγένεια Κωσταντίνου Παπασάββα (γνωστή και σαν Εφιενού) από τη Χλώρακα είναι μία πραγματική μαστόρισσα συλλογής και παρασκεύης παφίτικης πίσσας.
“Η γιαγιά Εφιενού με σκεπάρνι και με μεγάλη μαεστρία ‘κοντράριζε’ (χτυπούσε) τους κορμούς των μεγάλων τρεμιθιών και μάζευε τα ‘δάκρυα’ τη ρητίνη που από το δέντρο έτρεχε αργά. Η διαδικασία αυτή κρατούσε μέρες. Μετά κουβαλούσε αυτό το υλικό στο σπίτι της και ξεκινούσε την παρασκεύη της πίσσας”, ανέφερε η κ. Τσέλεπου.
“Την έβραζε καλά μέσα σε μία μεγάλη ” μαείρισα” (κατσαρόλα) για ώρες πολλές. Μετά την τοποθετούσε σε κρύο νερό μέσα σε μεγάλη σκάφη. Μέσα από την σκάφη και με συγκεκριμένες κινήσεις την επεξεργαζόταν με τα δυνατά της χέρια για ώρες πολλές μέχρι να ξασπρίσει. Την έκλωθε την έκλωθε…και τελειωμό δεν είχε. Στην συνέχεια την έκοβε ευλαβικά σε τετράγωνα κομματάκια και την τύλιγε μέσα σε κατσιαρόκολλα (άσπρη κόλλα). Ακολούθως”, είπε, η κ. Τσέλεπου την πουλούσε στο παζάρι και στα πανηγύρια.
Στο ίδιο χωριό μία άλλη “μικροεπιχειρηματίας πίσσας” της εποχής εκείνης ήταν, συνέχισε, η γιαγιά Δεσποινού Χριστοδούλου Σιαμμά.
“Με το ξινάρι η γιαγιά η Δεσποινού χτυπούσε τους κορμούς των αιωνόβιων δέντρων τρεμιθιάς και τα ‘κότρωνε’, τους δημιουργούσε δηλαδή πληγές. Από αντίδραση τα δέντρα ώστε να θεραπεύσουν τις πληγές τους έχυναν μία παχύρευση ασπροειδή πίσσα και κάλυπταν τις πληγές τους. Αρκετό από αυτό το υλικό έπεφτε κάτω στην γη που φρόντιζαν να είναι καθαρή από φύλλα και ακαθαρσίες και το μαζεύαν πολύ προσεκτικά”, ανέφερε.
Αυτό γινόταν καθημερινά με την γιαγιά Δεσοποινού να υποδεικνύει την τοποθέτηση του υγρού σε ένα μαστραπί (μικρό κουτι κονσέρβας ή γάλακτος), όπως είπε.
Όταν μαζευόταν αρκετή ποσότητα η γιαγιά Δεσποινού την επεξεργαζόταν στο σπίτι και έφτιαχνε την παφίτικη πίσσα που στη συνέχεια ο άντρας της πουλούσε με άλλα δικά τους προϊόντα σε διάφορα θρησκευτικά πανηγύρια του τόπου μας.
Σύμφωνα με την κ. Τσέλεπου, κέντρο παραγωγής πίσσας και ίσως από τα μεγαλύτερα ήταν και το χωριό Λέμπα με τις εξίσου τεράστιες σε διαστάσεις και όγκο Τρεμιθιές . Σχεδόν όλα τα νοικοκυριά παρασκεύαζαν πίσσα που την εμπορεύονταν Τουρκοκύπριοι έμποροι σε όλοι την Κύπρο, όπως είπε. Και στο διπλανό χωριό Κισσόνεργα με τους γνωστούς “διπλοτρέμιθους” (τους έλεγαν πράσινους γίγαντες τους γιατί ήταν τεράστιοι) και εκεί πολλές γυναίκες έφτιαχναν ” άσπρη πίσσα”, συμπλήρωσε.
Η κ. Τσέλεπου ανέφερε πως η τρεμιθιά ήταν αναμφισβήτητα το χαρακτηριστικότερο δέντρο των χωριών της επαρχίας Πάφου – σε Τρεμιθούσα, Έμπα, Χλώρακα, Λέμπα, Κισσόνεργα αλλά και Γεροσκήπου τα παλαιότερα χρόνια.
Στα χωριά αυτά οι εκατοντάδες τρεμιθιές που υπήρχαν αξιοποιούνταν από τους κατοίκους τους και ήταν πηγή εσόδων για πολλούς είπε η κ. Τσέλεπου, προσθέτοντας πως οι καρποί του δέντρου, τα τρεμίθκια, τρώγονται και νωποί και ξηροί.
Αναφέρθηκε και στις γνωστές τρεμιθόππιτες, ενώ σημείωσε πως από τα τρεμίθια παραγόταν επίσης πολύ καλής ποιότητας λάδι, που ήταν παχύρευστο, μυρωδάτο και πρασινωπό και οι νοικοκυρές το χρησιμοποιούσαν για τηγάνισμα εδεσμάτων αλλά για τα γλυκίσματά τους.
Οι μνήμες και οι εικόνες από τα αιωνόβια δέντρα τρεμιθιών που υπήρχαν στη Κισσόνεργα μέχρι πρόσφατα ενέπνευσαν και τον φημισμένο Κισσονεργίτη εικαστικό Χρήστο Φουκαρά που ζει στο χωριό για το project του “Πέτρες, Μνήμες και Τρέμιθοι” με τέσσερα έργα του με κεντρικό θέμα “Ανθρωποι του τόπου μου και διπλοτρέμιθοι,”,συμπλήρωσε.
Οι tρεμιθιές δυστυχώς στο όνομα της ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια αποκόπτονται και λιγοστεύουν επικίνδυνα είπε η κ. Τσέλεπου, σημειώνοντας πως στις δύσκολες κλιματολογικά συνθήκες που ζούμε το να τις σώσουμε αποτελεί επιτακτική ανάγκη.