Πενήντα χρόνια μετά σε αυτή την ετήσια ανεπούλωτη ρωγμή του χρόνου, η αναδρομή στην εφιαλτική ημέρα του πραξικοπήματος είναι επιτακτική πράξη ιστορικού χρέους. Ημέρα φοβερή και επαίσχυντη. Ημέρα που μας σημάδεψε για πάντα. Ακόμα χειρότερο, σημάδεψε και ακρωτηρίασε το σώμα και την ψυχή της ίδιας της Κύπρου.
Όσο κι αν κάποιοι θέλησαν τη λήθη και όσο κι αν φρόντισαν να σκεπάσουν με τη σιωπή το στυγερό έγκλημα του πραξικοπήματος και τα όσα προηγήθηκαν, η κραυγή της ιστορίας είναι τόσο διαπεραστική που δεν επιτρέπει ήσυχο ύπνο στους εφιάλτες της προδοσίας.
Η πατριωτική πλειοδοσία και η ενωτική καπηλεία. Οι «νεκροθάπτες της Ενώσεως». Το πραξικόπημα, η αντίσταση, ηρωική, πλην απελπιστικά ανοργάνωτη στις πλείστες περιοχές και ανέτοιμη να αντιμετωπίσει ένα κίνημα στρατιωτικό, η διαφυγή του Μακάριου. Η δεύτερη φάση του διπλού εγκλήματος, η τουρκική εισβολή, η κορύφωση της τραγωδίας. Η χούντα επιτέλεσε την αποστολή της.
Πέντε δεκαετίες από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που άνοιξε τις κερκόπορτες στον Τούρκο εισβολέα, η ανατομία του εγκλήματος είναι πλέον ιστορικά ασφαλής. Η χρονική απόσταση από τα τότε συγκλονιστικά και δραματικά γεγονότα παρέχει τη δυνατότητα μιας πιο αντικειμενικής κρίσης, χωρίς το συναισθηματισμό που ήταν φυσικό να τα φορτίζει τα πρώτα χρόνια μετά την προδοσία και το έγκλημα του 1974.
Περισσότερη, ωστόσο χρησιμότητα έχει μια χωρίς έλεος αυτοκριτική για πράξεις και παραλείψεις που οδήγησαν στη μεγάλη τραγωδία.
Όσο περνά λοιπόν ο καιρός, όσο απομακρυνόμαστε από το ’74 κι όσο μπλεκόμαστε στις επετείους και τους επετειακούς, σε αυτές τις ετήσιες ρωγμές του χρόνου που έρχονται και επανέρχονται, αυτό που προβάλλει ξανά και ξανά είναι μια σειρά από ερωτηματικά. Όχι ως εξιλέωση και ως άλλοθι. Αλλά με πλήρη συνείδηση της ανάγκης να μην παραμερίσει και να μην εκτοπίσει ο μύθος την πραγματικότητα. Γιατί ο κίνδυνος πάντα ελλοχεύει, πάντα καραδοκεί να κατανικήσει την αλήθεια, να καλύψει τα κενά, να παρασιωπήσει τις παραλείψεις, να αποενοχοποιήσει ενόχους και να αναδείξει στεφανωμένους και φωτοστέφανα.
Τα γιατί, παραμένουν ως αμείλικτα ιστορικά ερωτηματικά:
- Γιατί δεν αντιμετωπίστηκε εξ αρχής η χούντα ως τέτοια και ως θανάσιμος κίνδυνος για τον Κυπριακό Ελληνισμό;
-Γιατί παραλείφθηκε η νόμιμη ένοπλη οργάνωση του λαού;
-Γιατί δεν υπήρξε περισσότερη εμπιστοσύνη στις αστείρευτες δυνάμεις του;
- Γιατί υπήρξαν αναστολές, φοβίες και αγκυλώσεις μπροστά στη λαίλαπα και την καταιγίδα που ερχόταν;
- Γιατί αφέθηκαν τα σχολεία, η Εθνική Φρουρά, η Αστυνομία, να γίνουν εκκολαπτήρια της αποσύνθεσης του δημοκρατικού και πολιτειακού ιστού;
- Γιατί οι «ευυπόληπτοι» και «καθώς πρέπει» της κυπριακής κοινωνίας αφέθηκαν να γιορτάζουν έμπλεοι εθνικής υπερηφάνειας την 21η Απριλίου ως «εθνοσωτήριον επανάστασιν»;
- Γιατί αφέθηκε ανοχύρωτη η κυπριακή κοινωνία στο θανάσιμο εναγκαλισμό από τη χούντα;
- Γιατί ηγεσίες που άλλως όφειλαν να συμπεριφερθούν προσαρμόστηκαν ή κλείστηκαν στο καβούκι τους;
Η αναφορά είναι σκληρή και τα ερωτηματικά μαστιγωτικά. Όμως η χρησιμότητα της ιστορίας είναι αυτή. Η διδαχή. Γιατί οι ανεπίδεκτοι μαθήσεως της ιστορικής αλήθειας και της διδακτικής της αξίας είναι καταδικασμένοι να ζήσουν εκ νέου τραγωδίες και συμφορές.
Δεκαετίες μετά τη μεγαλύτερη προδοσία στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η καπηλεία των νεκρών αγωνιστών, η πλαστογράφηση της αλήθειας, η τυμβωρυχία της αντίστασης, οι περιγραφές, η ξύλινη γλώσσα, κινδυνεύουν να μας οδηγήσουν στην απόδραση από τα σκληρά προ του ’74 γεγονότα. Γιατί η αντίσταση στο πραξικόπημα δεν μπορεί να λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις συλλογικές ευθύνες. Ούτε ως εξαγνισμός της κυπριακής κοινωνίας από τις οφειλόμενες τύψεις.
Γιατί οι ενοχές τείνουν να οδηγήσουν και στο μύθο. Που θέλει την επικράτηση της ιστορικής αμνησίας. Που θέλει να ξεχνά ότι η βαρβαρότητα της ελλαδικής δικτατορίας πέρασε στην Κύπρο και ότι κάλυψε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας.
Που θέλει να ξεχνά πως Εθνική Φρουρά, Αστυνομία, Παιδεία, Δημόσια Υπηρεσία είχαν μετατραπεί σε άντρα της αντιλαϊκής συνωμοσίας και σε εφαλτήρια της τελικής επίθεσης. Που θέλει να ξεχνά πως η περίφημη θεωρία της βίας και της αντιβίας έστρωσε το δρόμο στο πραξικόπημα.
Αλλά επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι σε κάθε κοινωνία με αυτοσεβασμό, οι πνευματικοί άνθρωποι είναι η ψυχή του λαού, η άμυνά του στη λογική της βίας και του ολοκληρωτισμού, ο θώρακας του απέναντι στη μισαλλοδοξία και την εθνοκαπηλεία. Γιατί οι άνθρωποι του πολιτισμού άφησαν να κηλιδωθεί και να κουρελιαστεί κάθε ίχνος πολιτισμού και κάθε ψήγμα αισθητικής από τους εκπροσώπους των γελοίων συνταγματαρχών; Πού ήταν οι άνθρωποι του πολιτισμού στην Κύπρο να πουν το όχι και γιατί αντί τούτου συνωστίζονταν ως γλοιώδεις και οσφυοκάμπτες για το ναι;
Αυτά τα ερωτήματα ας θεωρηθούν κατάθεση οφειλόμενης ιστορικής εγγραφής αντί μνημοσύνου για τη θυσία των αγωνιστών της αντίστασης και αντί αναφοράς ανώδυνης στο μεγαλείο της προσφοράς τους.
Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Πρώην Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων