Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής
Των Αντιπροσώπων
Είναι γνωστό ότι στις κατά καιρούς πραγματοποιηθείσες διαπραγματεύσεις για λύση του Κυπριακού η τουρκική πλευρά εγείρει αξιώσεις για ίση αριθμητική συμμετοχή σε πλείστα όσα πολιτειακά όργανα. Επιμένει ακόμα σε υποχρεωτική συναίνεση για τη λήψη αποφάσεων κατά τρόπο που η μειοψηφία εξισώνεται με την πλειοψηφία.Κι’ αυτό παρά τις ρητές πρόνοιες των περί Κύπρου ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ότι η πολιτική ισότητα δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα αλλά «αποτελεσματική συμμετοχή» στη διακυβέρνηση. Είναι αξιοπερίεργο ότι εντός της Ελληνικής Κυπριακής πλευράς ακούονται, συχνά και επίμονα, φωνές ότι θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι αποδεχόμαστε ανεπιφύλακτα την πολιτική ισότητα. Γιατί όμως; Μήπως δήλωσε οποιοσδήποτε Πρόεδρος ή διαπραγματευτής της Ε/Κ πλευράς ότι δεν την αποδεχόμαστε; Αντίθετα όλοι δήλωναν και δηλώνουν και σήμερα την απόλυτη συμφωνία τους.
Ωστόσο μερικές διευκρινήσεις πρέπει να γίνονται. Η μακρά, επί αιώνες διαμορφωθείσα συνταγματική ιστορία, έχει διδάξει, μερικές φορές κατά τρόπο οδυνηρό, ότι η παραβίαση της δημοκρατικής αρχής οδήγησε σε αδιέξοδα, ανωμαλία και τελικά κατάρρευση κρατικών δομών.
Θα πρέπει ως εκ τούτου να υπογραμμιστεί εμφαντικά ότι η λύση για να είναι βιώσιμη πρέπει να είναι δημοκρατική. Γιατί στη δημοκρατία, όπως τονίζουν επιφανείς συνταγματολόγοι και δημοσιολόγοι, το Δίκαιο δεν αρκεί να παράγεται σύμφωνα με το Σύνταγμα για να μπορεί και να επιβάλλεται. Πρέπει να συνοδεύεται και από τη συναίνεση της κοινωνίας. Θα πρέπει να αντανακλάται ο υπάρχων συσχετισμός των δημοκρατικά υφιστάμενων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων.
Ένα Σύνταγμα που θα παραβιάζει αυτή την αρχή, που θα επιβάλλει μέσα από άλλες διαδικασίες, σκοπιμότητες ή συμβιβασμούς μια βίαιη ή εκβιαστική αναδιάρθρωση αυτών των δυνάμεων, θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα κατά τρόπο νομοτελειακό στη σύγκρουση έννομης τάξης και ιστορίας. Όχι της ιστορίας που διαμορφώνει η βία, η κατοχή και ο πόλεμος, αλλά αυτής που διαμορφώνεται κάτω από συνθήκες ειρήνης και δημοκρατίας.
Ένα κεντρικό ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης της όποιας συνταγματικής λύσης είναι αυτό της αρχής της πλειοψηφίας ως πυρήνα του νοήματος της Δημοκρατίας. Είναι γεγονός ότι αυτή η αρχή επιδέχεται προσαρμογές κάτω από ειδικές ιστορικές συνθήκες και η μειοψηφία είθισται να προστατεύεται και με προνομιακές ακόμα ρυθμίσεις. Όταν όμως παραγνωριστεί η αρχή της πλειοψηφίας, όταν υπάρχει σύγχυση μεταξύ ισοτιμίας και ισότητας, κάθε Συνταγματικό κείμενο μοιραία θα είναι θνησιγενές.
Είναι κανόνας απαράβατος στα ομοσπονδιακά πολιτεύματα. Η πολιτική ισότητα εκφράζεται με την ίση αριθμητική συμμετοχή των συνιστωσών οντοτήτων στην ομοσπονδιακή Άνω Βουλή, Γερουσία κ.λ.π. Σε καμιά περίπτωση με την ίση αριθμητική συμμετοχή στο σύνολο των πολιτειακών οργάνων και θεσμών. Ούτε και με την απόδοση δικαιώματος αρνησικυρίας στο σύνολο των οργάνων και θεσμών. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αναπόφευκτη παραλυσία των κρατικών λειτουργιών.
Με απλά λόγια και με αναφορά στο Κυπριακό και τις απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς, όταν μια μειοψηφία λόγω της βίας και του εκβιασμού των τετελεσμένων αξιώνει ρόλο ίσου πολιτειακού βάρους με την πλειοψηφία, το Σύνταγμα που θα αποτυπώσει αυτή την υποβάθμιση της ιστορικής πραγματικότητας, θα έχει και ημερομηνία λήξης.
Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό, κυρίως από την Ελληνική Κυπριακή πλευρά, μια δεύτερη πλάνη θα αποδειχθεί χειρότερη της πρώτης σε (σχέση με το Σύνταγμα του 1960).
Και το αποτέλεσμα θα είναι όχι μόνο καταστροφικό αλλά και μη αναστρέψιμο.
Είναι γι’ αυτό το λόγο ότι σε κάθε τυχόν νέα διαπραγμάτευση θα πρέπει να είναι σαφής η ισχύς της δημοκρατικής αρχής στην ερμηνεία της πολιτικής ισότητας.
Σημ: Και κάτι τελευταίο, αλλά εξόχως σημαντικό. Αποδοχή της πολιτικής ισότητας, όπως την εννοεί η Τουρκική πλευρά, θα ανοίξει το δρόμο και για τη χωριστή κυριαρχία που αποτελεί τον προάγγελο δύο χωριστών κρατικών οντοτήτων.