Καθώς μπαίναμε στην 1η Απριλίου του 2004, ξεκίνησε γύρω στη 1 μετά τα μεσάνυχτα η τελετή επίδοσης από τον Κόφι Ανάν του πέμπτου και τελευταίου αναθεωρημένου εγγράφου του Σχεδίου του. Είχε προηγηθεί πολύωρη αναμονή στον προθάλαμο της αίθουσας πραγματοποίησης της τελετής, καθώς και ξεχωριστές συναντήσεις του Γ.Γ. με τους ηγέτες των δύο Κοινοτήτων, κατά τις οποίες τους επέδωσε τον κατάλογο με τις δεκατρείς αλλαγές επί του Σχεδίου.
Η συνάντηση μεταξύ Κόφι Ανάν και Τάσσου Παπαδόπουλου ήταν θυελλώδης, καθώς ο Κύπριος Πρόεδρος προέβη σε σφοδρή διαμαρτυρία προς τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, διαπιστώνοντας ότι ο τελευταίος είχε αγνοήσει πλήρως τις θέσεις και τα αιτήματα της πλευράς μας. Στην τοποθέτησή του, κατά την επίδοση του τελικού Σχεδίου, ο Κόφι Ανάν, που ήταν και ο μόνος ομιλητής, αναφέρθηκε σε «μια διευθέτηση που θα επιτρέψει σε μια ενωμένη Κύπρο να ενταχθεί στην Ε.Ε.». Κάλεσε τους ηγέτες «να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να πείσουν τον κυπριακό λαό να υποστηρίξει στα δημοψηφίσματα το Σχέδιο, το οποίο αναπόφευκτα αποτελεί συμβιβασμό». Η απογοήτευση και η κατήφεια ήταν διάχυτες στα πρόσωπα των μελών των αντιπροσωπειών της ε/κ πλευράς και της Ελλάδας.
Στην ιστορία της διπλωματίας η Διάσκεψη του Μπούργκενστοκ θα πρέπει να διδάσκεται στις πανεπιστημιακές σχολές πολιτικών επιστημών και εξωτερικής πολιτικής ως παράδειγμα προς αποφυγήν.
Όχι μόνο για την αποτυχία επίτευξης ενός αποτελέσματος ισορροπημένου και βασισμένου στην αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και τις αρχές και αξίες του διεθνούς δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, αλλά κυρίως για το χαώδες και ανερμάτιστο της διαδικασίας που επελέγη από τους διπλωμάτες του Διεθνούς Οργανισμού. Η όλη οργάνωση και διεκπεραίωση των εργασιών υπήρξε αδέξια, ερασιτεχνική και εν τέλει καταστροφική. Ενώ η συμφωνία της Νέας Υόρκης προέβλεπε συνομιλίες στη Λευκωσία, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας, οι αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών δεν κατέβαλαν καμιά προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Σε δηλώσεις του στους Κώστα Βενιζέλο, Μιχάλη Ιγνατίου και Νίκο Μελέτη, συγγραφείς του βιβλίου «Σχέδιο Ανάν – Το Μυστικό Παζάρι», ο Τάσσος Παπαδόπουλος είπε, αναφορικά με τις συνομιλίες στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας, που προηγήθηκαν της διάσκεψης του Μπούργκενστοκ:
«Ο κ. Ντε Σότο και η διαπραγματευτική του ομάδα, μετά τις πρώτες τρεις συνεδρίες στη Λευκωσία (ίσως και εξυπαρχής), δεν επέδειξαν κανένα ενδιαφέρον για τις απόψεις που εξέφραζαν οι δύο πλευρές ούτε κατέβαλαν οποιαδήποτε προσπάθεια για γεφύρωση των διαφορών ή για υποβολή δικών τους μεσολαβητικών προσπαθειών, ίσως γιατί από την αρχή είχαν αποφασίσει ότι η τελική διαμόρφωση του σχεδίου λύσης θα διαμορφωνόταν από τους ίδιους με «διαιτησία». Επανειλημμένως στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αλλά και με δύο δημόσιες δηλώσεις μου είχα πει: «Φαίνεται ότι, εκτός από εμένα, κανένας δεν λαμβάνει στα σοβαρά αυτές τις διαπραγματεύσεις» (αυτές που διεξάγονταν στη Λευκωσία). Ως γεγονός, περίπου μια εβδομάδα πριν από την αναχώρησή μας για το Μπούργκενστοκ, ο κ. Ντε Σότο διέκοψε τις κοινές συναντήσεις στο Παλιό Αεροδρόμιο Λευκωσίας και διεξήγαγε μόνο χωριστές συνομιλίες με την κάθε κοινότητα».
Ήταν φανερό ότι ο Ντε Σότο δεν έδωσε βαρύνουσα σημασία σε αυτές τις συνομιλίες, προσβλέποντας στην επιδιαιτησία του Γ.Γ. του ΟΗΕ, κατά τη διάσκεψη του Μπούργκενστοκ. Επιπλέον, ο Ντε Σότο ισχυριζόταν, κατ’ επανάληψη, ότι η Τουρκία θα κατέθετε χάρτη για το εδαφικό, με παραχωρήσεις που θα διευκόλυναν την επίλυση του περιουσιακού και την επιστροφή των εκτοπισμένων στα σπίτια και στις περιουσίες τους, κατονομάζοντας μάλιστα τον ίδιο τον Ερντογάν ως τον κομιστή του χάρτη στο ελβετικό θέρετρο. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Τέλος, συνομιλίες στο Μπούργκενστοκ δεν έγιναν. Χαρακτηριστική η δήλωση του Τάσσου Παπαδόπουλου που δημοσιεύεται στο προαναφερθέν βιβλίο για το Σχέδιο Ανάν.
«Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στο Μπούργκενστοκ, ο κ. Ντε Σότο είχε μόνο δύο συναντήσεις με εμένα και είχα μια τρίτη με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, κ. Ανάν, στην οποία παρίστατο και ο κ. Ντε Σότο με την ομάδα του. Ποτέ και καμιά άλλη φορά δεν ζήτησε συνάντηση ούτε ζήτησε «διαπραγματεύσεις»».
Και βέβαια το ότι, ουσιαστικά, δεν υπήρξαν διαπραγματεύσεις θρυμματίζει και κονιορτοποιεί τον ισχυρισμό που αφέθηκε να πλανάται επί μακρόν, τόσο από κύκλους των Ηνωμένων Εθνών όσο και εντός Κύπρου, ότι δήθεν ο Τάσσος Παπαδόπουλος αρνήθηκε να διαπραγματευθεί. Τα γεγονότα οδηγούν σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα: Στόχος του διπλωματικού επιτελείου του ΟΗΕ δεν ήταν μια ουσιαστική διαπραγμάτευση στη βάση των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών και του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού, αλλά η επιβολή προειλημμένων αποφάσεων με τη διαδικασία της επιδιαιτησίας, η οποία κάκιστα, δυστυχώς, έγινε αποδεκτή από την πλευρά μας στη Νέα Υόρκη.
20 χρόνια μετά την χρεωκοπημένη διαπραγματευτική διαδικασία του Μπουργκενστογκ, επιδιώκουμε μια νέα διαπραγμάτευση υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Ορθώς, εάν οι συνομιλίες θα βασίζονται στις αποφάσεις και τα περί Κύπρου ψηφίσματα του ΟΗΕ.
Ωστόσο μια θεμελιώδης παράμετρος ορθολογικής διαπραγμάτευσης είναι συγκεκριμένοι διπλωματικοί κανόνες που θα αποτρέπουν επαμφοτερίζουσες ερμηνείες, νεφελώδεις διατυπώσεις και τα περίφημα ambiguities (αμφισημίες). Κυρίως όμως θα πρέπει να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και το αμερόληπτο αυτών που θα έχουν την ευθύνη εποπτείας των διαπραγματεύσεων.
Δηλαδή των εκπροσώπων των Ηνωμένων Εθνών και του ίδιου του επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού.
Μακριά από «τρικλοποδιές» και παίγνια συσκότισης ή εξωραϊσμού των κρίσιμων θεμάτων επί των οποίων υπάρχουν διαφορές και ουσιώδεις αποκλίσεις.
Υπ’ αυτή την έννοια η αρνητική κληρονομιά του Μπούργκενστοκ είναι εξόχως διδακτική και κυρίως αποτρεπτική επανάληψης.
Του Γιαννάκη Λ.Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής
Των Αντιπροσώπων