Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Πρώην Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων
Η πρόσφατη άνοδος της ακροδεξιάς σε Ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία – Σουηδία – Ολλανδία), συνέχεια της επέλασης της σε χώρες όπως η Γαλλία με τη Λεπέν ακόμα και η Ελλάδα με τους «Σπαρτιάτες» και τη «Νίκη», συνιστούν καμπανάκι κινδύνου για τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της Ε.Ε. Aλλά και στη Κύπρο, με τις δημοσκοπικές επιδόσεις του ΕΛΑΜ.
Το φαινόμενο είναι άμεσα συνδεδεμένο με την παρατεινόμενη κρίση στην Ευρώπη. Η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται την οικονομική κρίση και σε συνδυασμό με τις ογκούμενες μεταναστευτικές ροές, διευρύνει επικίνδυνα την επιρροή της.
Η μεγαλύτερη παγκόσμια ύφεση από τη δεκαετία του 1930, ως αποτέλεσμα της αχαλίνωτης απληστίας και στρέβλωσης των κανόνων της αγοράς, της απουσίας εποπτικού ελέγχου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και της επικυριαρχίας των αγορών στο χώρο της οικονομικής διακυβέρνησης, είχε πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κρίση χρέους, που συγκλόνισε την Ευρωζώνη, υπογράμμισε την επείγουσα ανάγκη για αντιμετώπιση κρίσιμων πολιτικών και θεσμικών θεμάτων, από τα οποία εξαρτάται ο καθαυτός λόγος ύπαρξης της Ένωσης. Οι προσπάθειες ανάκαμψης αποδεικνύονται μια μακρά και επίπονη άσκηση. Η απόγνωση και αβεβαιότητα των πολιτών εντείνονται, ενώ η Ευρώπη γίνεται όλο και πιο απόμακρη. Η αμφισβήτηση της Ε.Ε. είναι πλέον μια πραγματικότητα. Δυστυχώς, από ευρύτατες ομάδες ευρωπαίων πολιτών που γοητεύονται από τα κηρύγματα της εθνικής αυτάρκειας, απομονωτισμού και ξενοφοβίας, ακραίων συντηρητικών, ακόμα και ρατσιστικών κομμάτων. Την ίδια στιγμή τα προοδευτικά κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας και της αριστεράς, αδυνατούν να εκφράσουν αξιόπιστο και πειστικό πολιτικό λόγο. Και όμως. Η αντιμετώπιση της κρίσης με προδευτικούς όρους είναι μονόδρομος.
Η αρνητική πλευρά της παγκοσμιοποίησης αποκάλυψε ένα πάσχον οικονομικό σύστημα, που χρήζει μεταρρύθμισης, για να διασφαλιστεί ότι, η πραγματική οικονομία θα επικρατήσει έναντι της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας. Ότι η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, η διαφάνεια και η χρηστή διακυβέρνηση θα εφαρμοστούν σε ένα υγιές σύστημα ελέγχων και ισορροπιών και σε περαιτέρω ρύθμιση και εποπτεία των αγορών. Μια ισορροπημένη προσέγγιση, τηρεί ασφαλείς αποστάσεις από νεοφιλελεύθερα μοντέλα και μοντέλα πλήρους κρατισμού, που έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδα και έχουν καταρρεύσει. Είναι μια προσέγγιση ανθρωποκεντρική και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της κοινωνίας. Τα αυστηρά μέτρα λιτότητας από μόνα τους, που έχουν ως αποτέλεσμα την απότομη πτώση της ζήτησης και την απότομη αύξηση της ανεργίας, αποδεικνύονται ισχυρά αντί-αναπτυξιακά μέτρα. Οι άκαμπτες πολιτικές βιωσιμότητας που επιβάλλονται, ανεξάρτητα από τις ανάγκες των ανθρώπων και επηρεάζοντας την ποιότητα ζωής τους, εμβαθύνουν περαιτέρω την ύφεση και ανακυκλώνουν την κρίση.
Τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιδιώξει δραστικές μεταρρυθμίσεις στις προσπάθειές της για σταθεροποίηση της Ευρωζώνης και δημιουργία ανάπτυξης. Δόθηκε έμφαση στην αυστηρότερη δημοσιονομική πειθαρχία, στη βελτίωση της νομοθεσίας της διακυβέρνησης και του συντονισμού, στις προσπάθειες για περαιτέρω εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, με απώτερο στόχο την πολιτική Ένωση. Ωστόσο η βιωσιμότητα του χρέους, η ανταγωνιστικότητα και η διαρθρωμένη οικονομική ανάπτυξη θα έπρεπε να συνδυάζονται με την κοινωνική συνοχή. Πρέπει να δοθεί πλήρης ώθηση στην κοινωνική διάσταση, ώστε να αντικατοπτρίζεται οριζόντια σε όλες τις πολιτικές ανάπτυξης. Η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν ωστόσο η λιτότητα, η ασφυκτική δημοσιονομική πειθαρχία και η απουσία κοινωνικής ευαισθησίας.
Η κρίση κατέδειξε την οικονομική αλληλεξάρτηση των κρατών-μελών, την συνυπευθυνότητά τους και την ανάγκη για υποστήριξη των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης, κυρίως της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη έναντι των κρατών, που δέχονται μεγαλύτερες οικονομικές πιέσεις, έπρεπε να μεταφραστεί σε γενναιόδωρες πολιτικές αποφάσεις που να εκτείνονται, από την αποσύνδεση του τραπεζικού χρέους από το δημόσιο χρέος και την έκδοση Ευρωομολόγων, ως τη δικαιότερη κατανομή των δημοσιονομικών πόρων της Ένωσης.
Παράλληλα παρουσιάζεται στην Ένωση μια μοναδική ευκαιρία να εξέλθει πολιτικά και θεσμικά ισχυρότερη από την κρίση, με ενισχυμένη δημοκρατική νομιμότητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ο αναβαθμισμένος ρόλος, που προσδίδει στα εθνικά κοινοβούλια και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η Συνθήκη της Λισαβόνας, πρέπει να αποκτήσει πλήρες νόημα και να αντανακλάται σε όλες τις πολιτικές και δράσεις της Ένωσης. Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι θεμελιώδους σημασίας για την επίτευξη της αναγκαίας συναίνεσης. Η συμβολή του κοινοβουλευτισμού στο νέο σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης είναι υψίστης σημασίας, όσον αφορά στην ενίσχυση του δημοκρατικού ελέγχου και της νομιμότητας. Οι προσεχείς εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποτελούν ευκαιρία για μια σε βάθος συζήτηση αυτού του στόχου.
Η έντονη κριτική που δέχεται πλέον η σημερινή πολιτική κατεύθυνση της Ευρώπης και οι ολοένα εντεινόμενες φωνές για αλλαγή πολιτικών προς την ανάπτυξη, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή αποτελούν μια μεγάλη ελπίδα στο σημερινό ζοφερό περιβάλλον. Για μια άλλη Ευρώπη που θα δικαιώνει το όραμα των αρχιτεκτόνων και σκαπανέων της.
Γι’ αυτή την Ευρώπη έχουν χρέος να αγωνιστούν οι λαοί σε ολόκληρη την Ευρώπη και ασφαλώς η πολιτική τους έκφραση, που είναι οι προοδευτικές ιδεολογικά δυνάμεις.
Σε αντίθετη περίπτωση η σημερινή αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε υπαρξιακή κρίση και θα επιτρέψει στην ακροδεξιά απειλή να πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις.