Πενήντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την αιματηρή καταστολή της, στις 17 Νοεμβρίου του 1973, ο πειρασμός εξακολουθεί να υπάρχει. Όπωςάλλωστε συμβαίνει με όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Η μυθοποίηση, η υπερβολή, οι επικοί χαρακτηρισμοί. Η ανάκρουση ύμνων και δοξαστικών
Όμως το Πολυτεχνείο, εκτός από το ότι δεν έχει ανάγκη μιας τέτοιας μεταχείρισης, θα πρέπει να τοποθετείται στις πραγματικές του διαστάσεις, μακριά από μουσειακής φύσης αναφορές, για να αξιοποιείται η χρησιμότητα του για το σήμερα.
Πολύ περισσότερο, γιατί η επέτειος της ηρωικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου έχει πάρει όλες τιςδεκαετίες που πέρασαν ένα χαρακτήρα εθιμικό. Άρα αποπροσανατολιστικό, ανώδυνο και μη διδακτικό. Παρά το ότι μεσολάβησαν μόνο 50 χρόνια από το Νοέμβριο του 1973 και παρά το ότι είναι ακόμα ανοικτές και χαίνουσες οι πληγές από το έγκλημα της Χούντας εις βάρος της Κύπρου, με το προδοτικό πραξικόπημα και την επακολουθήσασα τουρκική εισβολή.
Το τίμημα για την «επάνοδο» της δημοκρατίας στην Ελλάδα, προάγγελος της οποίας υπήρξε το Πολυτεχνείο και οριστικός δημιουργός η τραγωδία της Κύπρου, υπήρξε βαρύ. Τόσο βαρύ ώστε θα ήταν ασυγχώρητο, η επέτειος του Πολυτεχνείου, ως αφετηρία του ξηλώματος της Χούντας, να υποβαθμίζεται με διαγγέλματα, πανηγυρικούς και επετειακά μηνύματα. Και μάλιστα με αποφυγή συνειρμών με τις σημερινές εθνικές και πολιτικές προτεραιότητες και με αποφυγή αναφοράς στα κρίσιμα σημερινά προβλήματα του Ελληνισμού. Ιδιαίτερα εκείνα τα προβλήματα που έχουν σχέση με τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της αξιοπιστίας των θεσμικών του φορέων.
Η πολιτική κρίση που διερχόμαστε στη λειτουργία των θεσμών πολιτικής αντιπροσώπευσης, έχει άμεση σχέση με τα διαχρονικά μηνύματα του Πολυτεχνείου.
Η προϊούσα μείωση της συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική διαδικασία αποτυπώνει μια ευρύτερη απόρριψη των συλλογικών πρωτοβουλιών και της λογικής και πρακτικής των λαϊκών συσπειρώσεων και κινημάτων. Αυτό συνοδεύεται από την κατακόρυφη μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημαεξαιτίας των φαινομένων διαπλοκής, διαφθοράς, διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, παραβίασης των κανόνων της χρηστής διοίκησης και αναγωγής της συναλλαγής και των πελατειακών σχέσεων, ως του μεγάλου πεδίου ανάδειξης των δημοσίων προσώπων. Συναφές τούτου είναι ότι οι πολιτικοί δεν πείθουν ότι μπορούν να οδηγήσουν σε έξοδο από τα σημερινά αδιέξοδα και η «κοινή αίσθηση» ότι η εναλλαγή κομμάτων και προσώπων στις διάφορες μορφές εξουσίας δεν επιτυγχάνει την επί το θετικότερο εξέλιξη των πραγμάτων. Είναι ως εκ τούτου απόλυτη ανάγκη μιας επαναδιατύπωσης των όρων άσκησης της πολιτικής, με ένα ανανεωμένο περιεχόμενο, που θα πείσει ξανά τους πολίτες ότι η πολιτική δεν έχει χρεωκοπήσει, ότι δεν είναι συνώνυμη της ηθικής κρίσης, της διαπλοκής και της διαφθοράς, ότι δεν είναι μέρος και εργαλείο των υπόγειων – αδιαφανών συμφερόντων και ότι μπορεί να εκφράσει ξανά προσδοκίες, οράματα και ελπίδες.
Στη σημερινή εποχή είναι ανάγκη να ακούσει το πολιτικό σύστημα τους πολίτες, να συλλάβει τα μηνύματα, ιδιαίτερα της νέας γενιάς και να μετατρέψειτην πολιτική από κραυγές, συνθήματα και ανούσιες επαναλήψεις, σε προτάσεις που να είναι ικανές να δώσουν λύσεις στα πολυσύνθετα προβλήματα των καιρών μας. Κατ’ αντιπαράθεση προς το λαϊκισμό, τη δημαγωγία, την ακατάσχετη λογολαγνεία και εικονολαγνεία που καλλιεργούν τα ΜΜΕ και η φλυαρία των Μέσων Κοινωνικής δικτύωσης αλλά και τη συναλλαγή που φθείρει ανεπανόρθωτα τους θεσμούς.
Ιδιαίτερα στον αστερισμό της άρρωστης παγκοσμιοποίησης και του «καπιταλισμού καζίνο» που σαρώνει την ανθρωπότητα, οι αντιστάσεις στην ανεξέλεγκτη λειτουργία των νόμων της αγοράς και της απουσίας ρυθμιστικών μηχανισμών και εποπτείας των αγορών είναι το μεγάλο ζητούμενο.
Για να επανακαθοριστούν οι όροι λειτουργίας των οικονομιών, με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Για να ανακοπεί ο παγερός αέρας του νεοφιλελευθερισμού.
Πενήντα χρόνια μετά τη ριζοσπαστική και ανατρεπτική πράξη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η ανάγκη ενός σημερινού «νέου Πολυτεχνείου» για να βρει ξανά η πολιτική την αυθεντικότητα, την αξιοπιστία και τη χρησιμότητα της, είναι κάτι περισσότερο από μία κοινωνική και πολιτική επιταγή. Είναι όρος για την επιβίωση της, ως διαδικασίας απολύτως απαραίτητης για τη λειτουργία της δημοκρατίας.