Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του σημαντικού ποιητή Γιώργου Μοράρη, μιλά ο καθηγητής Γιώργος Γεωργής
Το μήνυμα που στέλνει η ποίηση του πολυβραβευμένου ποιητή και στοχαστή Γιώργου Μοράρη είναι η αγωνία για την Κύπρο και η ανάγκη συσπείρωσης και απελευθέρωσης, ανέφερε ο Γιώργος Γεωργής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου, μέλος του Συμβουλίου και Διευθυντής των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Ιστορίας του ίδιου Πανεπιστημίου, συγκάτοικος και συμφοιτητής του ποιητή. Ζούσε στην Αθήνα αλλά η ψυχή του ήταν στην Κύπρο, είπε χαρακτηριστικά.
Μιλώντας, ο κ. Γεωργής με αφορμή τον ένα χρόνο από τον θάνατο του ποιητή, ανέφερε πως ο Γιώργος Μοράρης είναι κορυφαίος ποιητής της γενιάς του, και ένας από τους σημαντικότερους Κύπριους ποιητές.
Έφυγε ολιγογράφος, έχει λίγες συλλογές, αλλά μας έχει δώσει ποίηση υψηλών προδιαγραφών, συμπλήρωσε. Η ποίηση του Γιώργου Μοράρη, είπε ο κ. Γεωργής έχει συνήθως αφετηρία, την ιστορία και την αρχαιογνωστική αρματωσιά του, λέγοντας πως τα ποιήματα του τα διακρίνει ένας βαθύς προβληματισμός, σχεδόν φιλοσοφικός και ένας παράλληλος πατριωτισμός ψυχής και συναισθήματος.
Ο ποιητής, είπε ο κ. Γεωργής, στέλνει μηνύματα με την ποίηση του για την κατοχή και για την απογοήτευση του από την πορεία των τελευταίων χρόνων.
Ο Καθηγητής Γεωργής γνωρίζει τον ποιητή από τότε που ήταν φοιτητές και συγκάτοικοι, σημειώνοντας πως από τότε παρακολουθεί την ποίηση του. Τον θυμάται τότε, που έγραφε από μαθητής, φοιτητής … που έγραφε και έσκιζε.
Ποτέ είπε, δεν ήταν ικανοποιημένος με τα ποιήματα που έγραφε.
Σε κάποια στιγμή συνέχισε , -έτσι επιβεβαιώθηκε- ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δημοσίευσε στην Διαγώνιο μια σειρά ποιήματα του Μοράρη. Τότε είπε, πείστηκε ότι έπρεπε να κρατά τα ποιήματα του και δημοσίευσε κάποια εξ αυτών σε περιοδικά στην Ελλάδα κυρίως και στην Κύπρο. Ο καθηγητής ανέφερε για τον Γιώργο Μοράρη πως αυτός έγραφε παράλληλα με την ποίηση και δοκίμια και ένα από τα σημαντικότερα του δοκίμια ήταν για τον Βασίλη Μιχαηλίδη.
Η αγάπη του για την Κύπρο και την κυπριακή διάλεκτο και η ανάγκη του να επιστρέψει στις ρίζες και την εντοπιότητα του, τον ωθούν συνέχισε, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη μελέτη του έργου του εθνικού μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, τα αποτελέσματα της οποίας περιλαμβάνονται στο έργο του «Μια διπλή απόκλιση της κυπριακής διαλέκτου και του ποιητικού λόγου: Βασίλης Μιχαηλίδης, (1849-1917.)»Το δοκίμιο αυτό έδωσε στον ήδη καταξιωμένο Γιώργο Μοράρη τη δεύτερη του διάκριση από την Ακαδημία Αθηνών το 2017.
Η αγάπη του για την κυπριακή διάλεκτο αποτυπώνεται μέσα στο δοκίμιο του για τον Βασίλη Μιχαηλίδη, είπε ο κ.Γιωργής.
Εκεί εξετάζει την γλώσσα του Μιχαηλίδη ως μια παράλληλη ποιητική γλώσσα στην κυπριακή διάλεκτο. Εκεί είναι που αποτυπώνει τις απόψεις του. Πρόσθεσε πως στην παρουσίαση του δοκιμίου του στην Αθήνα για τον Βασίλη Μιχαηλίδη συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος και έτυχε ενθουσιαστικών σχολίων αυτό το δοκίμιο. Δεν ήταν είπε, ποιητής γραφείου, ήταν ποιητής στη ζωή του, ο τρόπος που ζούσε ο τρόπος που απάγγελλε, ο τρόπος που συνέθετε τα ποιήματα του.
Ο ίδιος χρησιμοποιεί απλώς κάποιες σκόρπιες ιδιωματικές λέξεις αναφέροντας πως ο ποιητής «αγαπά ιδιαίτερα την κυπριακή διάλεκτο, αγαπά την γλώσσα . Είναι ένας ποιητής που ρίχνει μεγάλο βάρος στην γλώσσα, όχι μόνο στην έμπνευση του στίχου αλλά και στην γλωσσική του διατύπωση».
Ερωτηθείς τι αποτελούσε θεμελιώδης έμπνευση για τον Γιώργο Μοράρη, ο Καθηγητής Γιωργής αναφέρει πως έμπνευση του ήταν η ιστορία της Κύπρου αλλά και οι καθημερινές εικόνες στις περιδιαβάσεις του στους αρχαιολογικούς χώρους κυρίως της Αθήνας.
Τον συγκλονίζει ο Κεραμικός, μετά γράφει ποιήματα. Ο Γιώργος Μοράρης ήταν σημείωσε, « ο καλύτερος ξεναγός στην Αθήνα γιατί ήξερε που ήταν το σπίτι του Μακρυγιάννη, που ήταν τα σπίτια των ηρώων του 21 που έζησαν μετά στην Αθήνα, των αρχαίων πρωταγωνιστών της ελληνικής ιστορίας. Είχε να σου αφηγηθεί ιστορίες για κάθε σημείο της Αθήνας», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργή η πατρίδα του η Κύπρος αποτέλεσε για τον ποιητή αντικείμενο της ποιητικής του. Σε όλες του τις συλλογές, η Κύπρος ήταν κυρίαρχη στα ποιήματα του άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα.
Θεωρώ είπε, ότι ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα του «Το πένθος της Αντωνίας » είναι καθαρά μια αναγωγή στην εισβολή. Στους στίχους του γράφει « Στο σπίτι του πένθους γνώρισα την Αντωνία, με τα τόξα των φρυδιών , στο δέος των γυάλινων ματιών της . Οι μοιρολογίστρες , έγδυναν τον αδερφό της σε λινό σεντόνι. Τον έραναν με φύλλα από γιασεμί, τον έντυσαν με την στολή του λοχαγού και του σφήνωσαν στο δεξί χέρι το ξίφος. Τότε του κάψανε στο στρώμα θυμίαμα και στα βαμμένα του μάγουλα στυφά τον φίλησαν».
Δεν είναι τυχαίο είπε, που κάποια στιγμή συμμετείχε σε μια έκδοση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ένα ποίημα του που αναφερόταν στην εισβολή και το οποίο δυστυχώς έτυχε λογοκρισίας.
Πρόσθεσε πως «η Κύπρος είναι παρούσα στην ποίηση του , ζει στην Αθήνα αλλά η ψυχή του είναι στην Κύπρο».
Είναι ίσως είπε, ο Καθηγητής Γιωργής «ο κορυφαίος Κύπριος ποιητής της γενιάς μετά την εισβολή. Είναι μια ποίηση που πρέπει να την ξαναδιαβάσεις. Την διαβάζεις και σου αφήνει μεν μια πικρή γεύση η ποίηση του αλλά για να την καταλάβεις πιο πλεύρια πρέπει να την ξαναδιαβάσεις».
Οι μνήμες του Γιώργου Γεωργή στρέφονται πίσω στην πρώτη συνάντηση του με τον Γιώργο Μοράρη τότε που ήταν συμφοιτητές και γνωριστήκαν από το 1ο έτος. Θυμάται την αφηρημάδα του Γιώργου και τον τρόπο που έφτιαχνε τα ποιήματα του. Ο Γιώργος είπε, «δεν έγραφε ποιήματα με την κυριολεξία της λέξης γράφω, συνέθετε ποιήματα τα οποία τροποποιούσε άλλαζε και λοιπά. Όλα προφορικά και ποτέ γραπτά».
Ο Καθηγητής Γεωργής μιλά με συγκλονισμό για τις δύο ημέρες πριν τον θάνατο του ποιητή . Αυτό είπε «που με έχει συγκλονίσει είναι ότι δύο ημέρες πριν τον θάνατο του, που μου παρέδωσε να δω την τελευταία ανέκδοτη συλλογή του που έχει τίτλο “Σφίγγες και Χείμαρες”». Αυτή τη συλλογή, είπε, του την έδωσε να την δει πριν πάει τυπογραφείο, όπως είπε, και αποτελεί το Κύκνειο άσμα του ποιητή.
Πρόκειται συνέχισε για μια συγκλονιστική συλλογή όπου πυκνώνουν τα μηνύματα
Την επόμενη ημέρα τον πήραν το πρωί και του είπαν ότι ο Γιώργος πέθανε. Ήταν ανέφερε μια από τις δοκιμασίες που πέρασε μαζί με κάποιους φίλους.
Ο Γιώργος Μοράρης είπε ο Καθηγητής δεν ήταν ο άνθρωπος που έκανε πολλούς φίλους. Είχε λίγους φίλους και αφοσιωμένους όπως τον Θανάση τον Βαλτινό τον ζωγράφο, τον Παύλο τον Χατζηπαύλου και άλλους.
Είχε μια στενή παρέα που τους αγαπούσε και τον αγαπούσαν πραγματικά και είναι και αυτοί που φρόντισαν την κηδεία του για να έρθει η σορός του και να ταφεί στην Κύπρο. Ήταν ολόκληρη διαδικασία με αδιαφορία της κυπριακής κυβέρνησης, σημείωσε.
Ο Γιώργος Μοράρης “έφυγε” στις 6 Οκτωβρίου του 2022. Η κηδεία του συνέχισε, έγινε με βροχή, όπως ταίριαζε στον Γιώργο μια θλιβερή μουντή μέρα με ελάχιστο κόσμο. Ήρθε ο Δήμαρχος Λεμεσού και κανένας εκπρόσωπος από το Υπουργείο Παιδείας . Ήμασταν οι συγγενείς του, δύο τρία άτομα και ο Δήμαρχος”, είπε.
Συνεχίζοντας, ο κ. Γιωργής είπε πως τον Μοράρη “τον έτρωγε το τραύμα της κατεχόμενης πατρίδας. Αν και δεν ήταν πρόσφυγας βίωσε βαθιά και τραυματικά την εισβολή και την κατοχή”.
Θυμάται ακόμη πως στις λίγες φορές που ήρθε στην Κύπρο μετά την εισβολή αυτό που τον πλήγωνε ήταν η σημαία πάνω στον Πενταδάχτυλο. Έτσι η ποίηση του είχε και έναν τόνο πατριωτικό, όχι σοβινιστικό. Είναι μια προσπάθεια εθνεγερσίας να αφυπνίσει συνειδήσεις.
Ο Γιώργος Μοράρης γεννήθηκε στην καρδιά της Λεμεσού το 1946, κοντά στη θάλασσα, και κατάγεται από οικογένεια καραβομαραγκών. Οι βιωματικές του καταβολές στη θάλασσα και στον ουρανό της Λεμεσού, του άνοιξαν ορίζοντες ευαισθησίας που οδήγησαν στο λυρισμό και στη δραματικότητα που χαρακτηρίζουν την ποίησή του. Θέματα όπως η αγάπη, ο έρωτας, η πατρίδα, η αδικία τον προβλημάτιζαν και τον απασχολούσαν και γίνονται πυρήνες στους στίχους του.
Εργάστηκε στην Αθήνα ως καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ποιήματα και δοκίμιά του δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά. Την πρώτη του ποιητική συλλογή, “Συναναστροφές της σιωπής”, την εξέδωσε το 1991 στις Εκδόσεις Καστανιώτη. Ακολούθησαν τα “Άνθη ράμνου” το 1999, για τα οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου.
Για τα ποιήματα της συλλογής αυτής ενδιαφέρθηκε η Βελγική Προεδρία της Ε.Ε. και κυκλοφόρησαν σε ειδική έκδοση με τίτλο “Σύνορα” (Borders). Το 2008 εκδίδει την τρίτη ποιητική του συλλογή, με τίτλο “Ροσμαρίνος”, έργο για το οποίο έτυχε διπλής τιμής και αναγνώρισης, αφού βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών και παράλληλα από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου.
Από την Ακαδημία Αθηνών βραβεύθηκε επίσης για το βιβλίο του “Ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης, 1849-1917” (Μια διπλή απόκλιση της κυπριακής διαλέκτου και του ποιητικού λόγου). Στην ποιητική συλλογή “Το ποίημα-πορτρέτο” περιλαμβάνεται η “Νιόβη ’74”, που της επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτοφανής λογοκρισία στις 7 Μαρτίου 2013, επειδή κάνει αναφορά στην τουρκική εισβολή, το ’74, στην Κύπρο.