Ο ΣΟΔΑΠ (Συνεργατικός Οργανισμός Διαθέσεως Αμπελουργικών Προϊόντων), που υπήρξε διαχρονικά η μεγαλύτερη βιομηχανία παραλαβής σταφυλιών, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι δεν θα παραλάβει καμία απολύτως ποσότητα από τους αμπελουργούς μας. Και αυτό γιατί υπάρχει πληρότητα στους αποθηκευτικούς του χώρους. Προφανώς λόγω αδυναμίας διάθεσης των προϊόντων της αμπέλου σε εξωτερικές αγορές.
Και όμως. Αυτό που πριν μερικά χρόνια θα θεωρούσαμε ντροπή και να το σκεφτούμε καν, είναι πλέον πραγματικότητα. Η παραδοσιακή εικόνα της Κύπρου «της αμπέλου και του οίνου» χάνεται μια για πάντα. Οι Διονυσιακές εικόνες του τρυγητού, και της παρασκευής του κρασιού οδηγούνται στην εξαφάνιση. Το πολιτιστικό κληροδότημα όπως απεικονίζεται στα περίφημα ψηφιδωτά της Πάφου με την σκηνή «οι πρώτοι οίνον πιόντες» εξανεμίζεται.
Είναι θλιβερό μια πανάρχαια καλλιέργεια που συνδέεται με την ιστορία, τους μύθους και τις παραδόσεις του λαού μας, τον ίδιο τον πολιτισμό μας, να οδηγείται στην εξαφάνιση λόγω της διαχρονικής απαθούς στάσης του κράτους.
Η μαζική διοχέτευση της παραγωγής σταφυλιών στις χωματερές, ο λεγόμενος πράσινος τρυγητός, σε συνδυασμό με την αδυναμία παραλαβής σταφυλιών από τις μεγάλες βιομηχανίες, είναι η εξόδιος ακολουθία και η ταφή της θανούσας αμπελοκαλλιέργειας.
Για το θάνατο ευθύνεται διαχρονικά το κράτος. Εγκαλείται για ασύγγνωστη και παρατεταμένη αμέλεια και για συναυτουργία σε έγκλημα εκ προμελέτης.
Από χρόνια πολλά κραυγάζαμε, και ο γράφων ως βουλευτής Πάφου, ως απεδείχθη «εις ώτα μη ακουόντων, ότι τα αμπελοχώρια μας, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, έχουν γίνει φαντάσματα του παλιού εαυτού τους και ότι οι αμπελουργοί μας αναζητούσαν εργασία στις πόλεις για να εξασφαλίσουν την οικονομική τους επιβίωση.
Τονίζαμε την κάθε χρόνο επαναλαμβανόμενη εκρηκτικότητα του προβλήματος, λόγω της μη υιοθέτησης αποτελεσματικών μέτρων για την αντιμετώπιση του, υπογραμμίζοντας την ανάγκη μιας πολιτικής με δέσμη μέτρων μακροπρόθεσμου προγραμματισμού σφαιρικής και ολόπλευρης προσέγγισης του αμπελουργικού.
Με την συνδρομή και της συχνής ανομβρίας, για όσους έμεινα ακόμα να ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια, οι μέρες αυτής της εποχής μετατρέπονταν σε μέρες βασανιστικού άγχους, γιατί ο κίνδυνος να μην καλύψουν καν τα έξοδα τους ήταν υπαρκτός.
Οι τιμές που ανακοίνωναν οι κυβερνήσεις για τα αμπελουργικά προϊόντα, όσο αυτό επιτρεπόταν πριν την ένταξη μας στην Ε.Ε, δεν είχαν καμμιά σχέση με την πραγματική ανάγκη να καλύψουν οι αμπελουργοί τα έξοδα τους και να έχουν την δυνατότητα ενός λογικού περιθωρίου κέρδους. Οι κυβερνήσεις κώφευαν στις εισηγήσεις και εκκλήσεις των αμπελουργών και των αγροτικών οργανώσεων, να καθορίζουν τιμές στην βάση του γεγονότος ότι η παραγωγή ήταν μειωμένη και ότι συνεπώς για την εξασφάλιση ενός υποφερτού εισοδήματος, θα έπρεπε να δίνονται τιμές που να εμπεριέχουν το στοιχείο της κοινωνικής στήριξης μιας χειμαζόμενης τάξης αγροτών. Ανεξάρτητα όμως και από το θέμα των τιμών εκείνο που επιβαλλόταν να γίνει σαν μια εθνικής και κοινωνικής εμβέλειας ανάγκη ήταν η εφαρμογή μιας δέσμης μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Κλειδί στην θεμελιακή και αποτελεσματική προσέγγιση του αμπελουργικού υπήρξε διαχρονικά ο τομέας της διάθεσης αλλά και της ποιότητας των παραγόμενων κρασιών.
Διαπιστωνόταν ότι οι οινοβιομηχανίες υστερούσαν στο μάρκετινγκ των προϊόντων τους και ότι θα έπρεπε να αποφασίσουν κατά πόσο θα ήθελαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους, με σωστό προγραμματισμό, διαφορετικά θα έπρεπε να υπάρξουν αποφάσεις για την ανάληψη από άλλους φορείς του τομέα προώθησης και διάθεσης των προϊόντων εξ’ ολοκλήρου. Η κατάσταση όχι μόνο δεν διαφοροποιήθηκε αλλά με την ανυπαρξία πολιτικής σ’ αυτόν τον κρίσιμο τομέα οδηγηθήκαμε στην «χωματερή».
Ο τομέας της εμπορίας αφέθηκε να πάσχει κατ’ εξακολούθησίν και το χάσμα στο ισοζύγιο παραγωγής και διάθεσης μεγεθύνθηκε.
Οι ευθύνες γι’ αυτήν την παραλυσία των αρμοδίων όλα αυτά τα χρόνια είναι τεράστιες.
Έστω και την δωδεκάτη η πλήρης αναδιοργάνωση του τομέα διάθεσης των οινικών μας προϊόντων με την από κοινού συνδρομή των οινοβιομηχανιών αλλά και της Κυβέρνησης, πρέπει να αποτελέσει άμεση και επείγουσα προτεραιότητα.
Η δεύτερη σημαντική παράμετρος στην οποία υπήρξαν αποτυχίες ή δραματικές καθυστερήσεις είναι εκείνη της ποιότητας των παραγομένων κρασιών. Τονίσαμε επανειλημμένα και με έμφαση στο παρελθόν και σε κάθε ευκαιρία, στην Βουλή, στα Αμπελουργικά Συνέδρια, σε δημόσιες συζητήσεις, ότι η εποχή της μαζικής παραγωγής κρασιών έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αυτό όμως δεν φαίνεται να έγινε κατανοητό.
Εγκληματική αμέλεια, παχυδερμική απάθεια, συνήθης κυπριακός συντηρητισμός ότι «τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει»; Ότι κι’ αν συμβαίνει από αυτά, η πραγματικότητα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ότι οι οινοβιομηχανίες μας εξακολουθούν να λειτουργούν με μεθόδους και στρατηγικές παραγωγής περασμένων δεκαετιών. Αυτό οδήγησε αναπόδραστα στα σημερινά δραματικά αδιέξοδα.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε εξαγγελθεί δειλά – δειλά μια πολιτική για τη δημιουργία περιφερειακών οινοποιείων, με στόχο να διαφοροποιηθεί η ποιότητα των παραγόμενων κρασιών με τελική επιδίωξη να υπάρξουν καλύτερες προοπτικές διάθεσης.
Αυτή ήταν η πρακτική που ήδη ακολουθείτο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και είχε αρχίσει να εφαρμόζεται και σε αμπελουργικές χώρες του τρίτου κόσμου. Τα τοπικά οινοποιεία και τα κρασιά με ονομασία προέλευσης ήταν η νέα προσέγγιση στην πολιτική προώθησης των οινικών προϊόντων. Αυτή όμως η πολιτική ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην Κύπρο με σοβαρότητα, συνέπεια και συνέχεια με πρωταρχική ευθύνη των εκάστοτε Κυβερνήσεων.
Τα διάφορα τοπικά οινοποιεία που δημιουργήθηκαν παρά τον πρωτοποριακό και αξιέπαινο ρόλο τους δεν είναι τόσα και τέτοια σε αριθμό και σε ύψος παραγωγής που να επιτυγχάνουν μια πλήρη παρέμβαση στον τομέα της διάθεσης.
Αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ο στόχος τους είναι κυρίως η κάλυψη της εσωτερικής αγοράς.
Για να καταδειχθεί πόσο ανεπαρκής και ασύγγνωστα αμελής υπήρξε η πολιτική των εκάστοτε κυβερνώντων, πάνω στο θέμα τα ανάγκης μιας αποφασιστικής στροφής στην πολιτική για το αμπελουργικό, παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από έκθεση που ετοίμασε το 1980, με εντολή του Υπουργικού Συμβουλίου, ο τότε διευθυντής του Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων αείμνηστος Ροδάς.
«Τόσο για σκοπούς αποκέντρωσης κατά την παράδοση των σταφυλιών, όσο και για σκοπούς βελτίωσης της ποιότητας των παραγόμενων κρασιών, πρέπει να ενθαρρυνθεί η ίδρυση μικρών αγροτικών οινοποιείων σε περιοχές γνωστές για την καλή ποιότητα των σταφυλιών τους. Το μέλλον της Κυπριακής Οινοβιομηχανίας δεν έγκειται πλέον στην δημιουργία μεγάλων μονάδων για την παραγωγή κοινών κρασιών χαμηλού κόστους, αλλά στην παραγωγή εκλεκτών τύπων κρασιών σε επίλεκτες περιοχές παραγωγής σταφυλιών, που θα καλύπτονται απαραίτητα με ονομασία προέλευσης. Αυτός άλλωστε είναι σήμερα ο στόχος και η επιδίωξη όλων των προηγούμενων οινοπαραγωγικών χωρών».
Αυτά το 1980. Βρισκόμαστε αισίως στο 2023 και παρ’ όλο που η εισήγηση θεωρήθηκε σημαντική και η υλοποίηση της αναγκαία και παρ’ όλο που η τότε Κυβέρνηση υπέγραψε και σχετική συμφωνία με την Διεθνή Τράπεζα για χρηματοδότηση των οινοποιείων, οι εξαγγελίες εις μέγιστον βαθμό, παρέμειναν ανεκπλήρωτες. Στην πραγματικότητα η πολιτική για τα τοπικά οινοποιεία υπήρξε σπασμωδική, μετέωρη, δειλή και ατελέσφορος. Και όμως. Αν αυτή η πολιτική προωθείτο με αποφασιστικότητα, το αμπελουργικό πρόβλημα, στην οξύτητα που παρουσιάζεται σήμερα, δεν θα υπήρχε.
Η δικαιολογία που προβλήθηκε, ότι δηλαδή οι οινοβιομηχανίες δεν ανταποκρίθηκαν θετικά, είναι απαράδεκτη. Αν πράγματι υπήρξε συντηρητισμός από τις οινοβιομηχανίες, η Κυβέρνηση θα μπορούσε να προχωρήσει ενθαρρύνοντας και καθοδηγώντας τους ιδίους τους αμπελουργούς, να συμπτύξουν συνεταιρισμούς που θα προχωρούσαν στην αξιοποίηση της προσφοράς για τη δημιουργία τοπικών και περιφερειακών οινοποιείων. Η δημιουργία τους θα έδινε μια νέα ώθηση στην αμπελοκαλλιέργεια, θα ενθάρρυνε την αναμπέλωση, θα συγκρατούσε τον αγροτικό πληθυσμό στην ύπαιθρο και με την καθιέρωση κυπριακών κρασιών με ονομασία προέλευσης, θα ανοίγονταν καινούργιοι ορίζοντες στις αγορές κυπριακών κρασιών.
Έστω και σήμερα, παρά την τρομακτική χρονική καθυστέρηση που υπήρξε, θα πρέπει να αναληφθεί μια συντονισμένη προσπάθεια για να μπορούν τα κρασιά μας να συναγωνιστούν τα ευρωπαϊκά κρασιά με ονομασία προέλευσης, που παρασκευάζονται δηλαδή σε συγκεκριμένες περιοχές.
Αν δεν βελτιωθεί η ποιότητα των κρασιών μας, ώστε να μπορούν με αξιώσεις να σταθούν στην διεθνή αγορά κι’ αν παράλληλα δεν υπάρξει μια τεράστια εκστρατεία διαφήμισης τους, τα πράγματα όχι μόνο θα παραμένουν στάσιμα αλλά θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.
Επαναλαμβάνουμε ότι οι ευθύνες των αρμοδίων είναι βαρύτατες για τις σημερινές δυσμενείς εξελίξεις. Ούτε μέτρα – ημίμετρα σπασμωδικά και μετέωρα όπως ήταν η εκρίζωση των αμπελιών, ούτε το ανοσιούργημα της ταφής της παραγωγής αποτελούν λύσεις.
Αυτό που επιτέλους επιβάλλεται να γίνει είναι η υιοθέτηση ενός μακροπρόθεσμου προγράμματος στα πλαίσια του ευρύτερου εθνικού προγραμματισμού για τη ριζική αντιμετώπιση του αμπελουργικού προβλήματος.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε, πως η πολιτική των Ευρωπαϊκών οργάνων τόσο σε επίπεδο Επιτροπής όσο και σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου, είναι η αποφασιστικότερη στήριξη των προβληματικών αγροτικών προϊόντων ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές για λόγους κοινωνικής συνοχής.
Δυστυχώς στην Κύπρο το κράτος στάθηκε ανίκανο να υλοποιήσει μια ρωμαλέα πολιτική στήριξης του αμπελουργικού κόσμου. Στηριγμένο σε στενές οικονομίστικες αντιλήψεις παρέμεινε παράλυτο στην ανάγκη λήψης ριζοσπαστικών μέτρων με βάση και την κοινωνική διάσταση για την ανάγκη παραμονής των αμπελουργών στα χωριά τους και συνέχιση της ενασχόλησης τους με αυτήν την παραδοσιακή για την Κύπρο καλλιέργεια.
Έστω και την δωδεκάτη μπορεί να υπάρξει μια πορεία σωτηρίας. Οι Διονυσιακές εικόνες του τρυγητού και της παρασκευής του κρασιού μπορούν να ξαναζωντανέψουν αν υπάρξει αποφασιστική βούληση λύσης του αμπελουργικού προβλήματος. Κάθε καθυστέρηση όμως μπορεί να αποβεί αμετάκλητα μοιραία.
Του Γιαννάκη Λ.Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής Των Αντιπροσώπων