Ο Κυριάκος Ιωάννου από την Πάφο έχει σπουδάσει Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου (πτυχίο και μεταπτυχιακό), ενώ, από το 2017, είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Έχει συγγράψει ή/και επιμεληθεί διάφορα βιβλία, οι θεματικοί άξονες των οποίων περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από την κυπριακή λογοτεχνία, ενώ συναφούς θεματολογίας κείμενά του έχουν δημοσιευτεί, μεταξύ άλλων, σε σύμμεικτους τόμους, πρακτικά διεθνών συνεδρίων και διάφορα (κυπριακά, ελλαδικά και διεθνή) περιοδικά. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, τα ερευνητικά ενδιαφέροντά του έχουν επικεντρωθεί στη μελέτη του έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη. Μέσα από αρχειακές έρευνες, αναδιφήσεις χειρογράφων και αποδελτιώσεις δυσεύρετων κυπριακών εφημερίδων έχει προσθέσει στο σύνολο της εργογραφίας του Βασίλη Μιχαηλίδη περισσότερα από 25 «νέα»/άγνωστα ποιήματα. Από το 2018 είναι υπεύθυνος έκδοσης του φιλολογικού και λογοτεχνικού περιοδικού Κυπριακή Εστία. Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του τελευταίου βιβλίου του , «“Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;”, ο γνωστός νεοελληνιστής, παραχώρησε συνέντευξη στον Ταχυδρόμο της Πάφου.
Κύριε Ιωάννου, μιλήστε μας λίγο για το άτομό σας.
Γεννήθηκα στην Πάφο το 1978 και είμαι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ίδιο πανεπιστήμιο και υπεύθυνος έκδοσης του φιλολογικού και λογοτεχνικού περιοδικού Κυπριακή Εστία. Έχω συγγράψει/επιμεληθεί 14 βιβλία, ενώ γύρω στις 80 επιστημονικές μελέτες μου έχουν δημοσιευτεί σε σύμμεικτους τόμους, σε πρακτικά διεθνών συνεδρίων και σε διάφορα κυπριακά, ελληνικά και διεθνή περιοδικά.
Αντικείμενο των ερευνητικών ενδιαφερόντων μου αποτελούν η κυπριακή και η ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνία, η εκδοτική των κειμένων και η επιμέλεια των εκδόσεων, οι αρχειοδιφικές, παλαιογραφικές και βιβλιογραφικές αναζητήσεις, καταγραφές κτλ., καθώς και η κυπριακή λογοτεχνική κριτική κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 2021, ανακηρύχθηκα επίτιμος δημότης του Δήμου Λευκονοίκου για την επιστημονική συμβολή του στην ανάδειξη μου ποιητικού έργου του Β. Μιχαηλίδη.
Ο τίτλος του νέου σας βιβλίου είναι: «“Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;” Φιλολογικές αναζητήσεις στην κυπριακή ενδοχώρα». Μπορείτε να μας δώσετε με λίγες λέξεις το περιεχόμενό του;
Το βιβλίο αυτό, το οποίο αρθρώνεται σε τέσσερις ευδιάκριτες θεματικές ενότητες, περιλαμβάνει μελέτες γύρω από διάφορους λογοτέχνες της κυπριακής και της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Θα μπορούσα να αναφέρω ενδεικτικά τους Δ. Σολωμό, Α. Κάλβο, Κ. Παλαμά, Κ. Π. Καβάφη, Γ. Σεφέρη, Γ. Ρίτσο, Οδ. Ελύτη, Μ. Αναγνωστάκη, Β. Μιχαηλίδη, Δ. Λιπέρτη, Κ. Μόντη, Π. Μηχανικό, Κ. Χαραλαμπίδη, Μ. Χάκκα, Α. Σαμαράκη, Κ. Παρασκευά, Στ. Κωνσταντινίδη και Α. Ονουφρίου. Οι μελέτες αυτές διέπονται από πρωτοτυπία, με την έννοια ότι δεν αναμηρυκάζουν τα πορίσματα της προηγούμενης έρευνας, αλλά, αντίθετα, προσθέτουν νέες ψηφίδες στην επιστήμη της νεοελληνικής φιλολογίας.
Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα επιστημονικής πρωτοτυπίας;
Να πούμε αρχικά ότι η πρωτοτυπία είναι συνυφασμένη με τον – άλλοτε μικρότερο και άλλοτε μεγαλύτερο – εμπλουτισμό της επιστήμης που καλείσαι ή που επιλέγεις να υπηρετήσεις. Κάθε επιστημονική μελέτη πρέπει να προσφέρει τη λεγόμενη νέα ή, έστω, πιο επικαιροποιημένη γνώση. Να μπορεί, δηλαδή, να οδηγεί την επιστήμη ένα βήμα παραπέρα. Για παράδειγμα, σε μία από τις μελέτες που περιλαμβάνονται στο πρόσφατο βιβλίο μου φέρνουμε στο φως νέα δεδομένα που ακεραιώνουν σε μεγάλο βαθμό τα νοηματικά συμφραζόμε`να του εμβληματικού ιδιωματικού ποιήματος «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)» του Β. Μιχαηλίδη.
Σε άλλη μελέτη μου αναπτύσσεται μια σειρά από επιχειρήματα, τα οποία, σε συνδυασμό με τον εντοπισμό νέων αρχειακών ευρημάτων, δίνουν τέλος σε μια πολύχρονη παρεξήγηση γύρω από κάποια (ατύπωτη, τελικά) αφιέρωση του Γ. Σεφέρη σε γνωστό Κύπριο ποιητή. Πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, ότι, προϊόντος του χρόνου, και, κυρίως, με την υπεισέλευση νέων δεδομένων, η σημερινή «νέα (ή νεότερη) γνώση» μπορεί να αποδειχθεί – είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει – εσφαλμένη.
Στον τίτλο του βιβλίου σας προτάσσετε τον στίχο «Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;». Για ποιον λόγο;
Ο συγκεκριμένος στίχος είναι ειλημμένος από το σεφερικό «κυπρογενές» ποίημα «Ελένη». Μέσω του στίχου αυτού θέλω να υπενθυμίσω μια ενοχλητική πραγματικότητα: ότι η κυπριακή λογοτεχνία βρίσκεται δυστυχώς στο περιθώριο. Οι Κύπριοι λογοτέχνες είναι σχεδόν άγνωστοι στο μητροπολιτικό κέντρο. Ο Β. Μιχαηλίδης, καίτοι στην Κύπρο θεωρείται ο κορυφαίος ή και ο δημοφιλέστερος ποιητής, στην Ελλάδα είναι (σχεδόν) άγνωστος. Η αντίφαση αυτή κρύβει πίσω της διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε. Βέβαια, πρέπει να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια ορισμένοι – ελάχιστοι, για την ακρίβεια – Κύπριοι λογοτέχνες άρχισαν να γίνονται γνωστοί και στην Ελλάδα. Από αυτούς ξεχωρίζει περισσότερο η περίπτωση του οικουμενικού ποιητή Κ. Χαραλαμπίδη, το έργο του οποίου έχει προ πολλού ξεπεράσει τα μικρά γεωγραφικά όρια της Κύπρου. Κατά τη γνώμη μου, αν υπάρξει σωστός συντονισμός, ο Κ. Χαραλαμπίδης μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη λογοτεχνία και τη φιλολογία σήμερα στην Κύπρο; Υπάρχει ποιότητα; Υπάρχει ενδιαφέρον;
Η κυπριακή λογοτεχνία διαθέτει μια πλειάδα σημαντικών ποιητών και πεζογράφων, οι οποίοι, όμως, εξακολουθούν να βρίσκονται στην αφάνεια, διότι ακό- μη και οι Κύπριοι νεοελληνιστές, πανεπιστημιακοί, κριτικοί λογοτεχνίας κ.ά. αλληθωρίζουν προς την ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνία και, κατά συνέπεια, αποκλείουν, είτε εντελώς είτε σε μεγάλο βαθμό, τους λογοτέχνες που εντάσσονται στο κάδρο της κυπριακής λογοτεχνίας. Βέβαια, είναι καλό να σημειωθεί ότι στο νησί δραστηριοποιούνται σε εθελοντική βάση ορισμένα σωματεία, τα οποία καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες προκειμένου να κρατήσουν ζωντανή τη (και, συνακόλουθα, να στρέψουν το ενδιαφέρον των ειδικών στη) λογοτεχνία της εντοπιότητας. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τη μεγάλη χαρά που αισθάνομαι αυτό το διάστημα λόγω της δημιουργίας του σωματείου «Παρνασσός». Το σωματείο αυτό, το οποίο αποτελεί παράρτημα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» που ιδρύθηκε το 1865 στην Αθήνα, μπορεί να αναδείξει το αυτονόητο: ότι η ευρύτερη νεοελληνική και η κυπριακή λογοτεχνία δεν συνιστούν τελικά αιτία διαχωρισμού και αντιπαράθεσης, αλλά, αντίθετα, δημιουργούν μια μητρική, ενδεχομένως και αδερφική, σχέση μέσα στην οποία ένα βαθύρριζο πλατάνι και το μεγαλύτερο, ίσως, κλαδί του συνυπάρχουν, συμβιώνουν, συναναπτύσσονται και συνεξελίσσονται. Πραγματικά πιστεύω ότι ο «Παρνασσός» Κύπρου μπορεί να διαδραματίσει αυτόν τον (διαμεσολαβητικό) ρόλο.
Ποιους Κύπριους λογοτέχνες και μελετητές ξεχωρίζετε; Μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια τους Ελλαδίτες ομοτέχνους και συναδέλφους τους;
Αρκετοί Κύπριοι λογοτέχνες και μελετητές είναι με«καλόν γάλαν βυζασμένοι». Από τους Κύπριους λογοτέχνες, και περιορίζομαι μόνο στους ποιητές, ξεχωρίζω τους Β. Μιχαηλίδη, Κ. Χαραλαμπίδη, Π. Μηχανικό, Κ. Μόντη, Δ. Λιπέρτη, Κ. Βασιλείου, Α. Χατζηχαμπή, Α. Καϊμακλιώτη, Χρ. Μαυρή, Θ. Νικολάου, Τ. Αριστοτέλους, Στ. Κωνσταντινίδη, Γ. Χριστοδούλου, Κ. Παρασκευά, Στ. Βοσκαρίδου, Μ. Πασιαρδή, Κλ. Αγγελίδου, Αλ. Γαλανού, Π. Γαλάζη, Γ. Μοράρη, Γ. Μολέσκη, Π. Νικολαΐδη, Ευφρ. Μαντά- Λαζάρου, Ν. Πενταρά, Γ. Πετούση, Α. Χαραλαμπίδη. Α. Τέμβριου, Ε. Καραφωτιά, Ρ. Χαρίση, Α. Πάμπουκκα, Α. Μαλόρη, Λ. Οικονομίδη, Μ. Ι. Οικονομίδη, Α. Περικλέους-Παπαδοπούλου, Μ. Περατικού Κοκαράκη, Ε. Αρτεμίου-Φωτιάδου, Κλ. Μακριδου-Robinet, Στ. Μπίου, Λ. Γαλάζη, Γ. Παναγή, Α. Βίκτωρος κ.ά. Από τους Κύπριους μελετητές ξεχωρίζω περισσότερο τους Α. Κ. Ιντιάνο, Αιμ. Χουρμούζιο, Γ. Ηλιάδη, Κ. Προυσή, Ν. Κρανιδιώτη, Γ. Λεύκη, Κ. Γ. Κασίνη, Γ. Κατσούρη, Π. Βουτουρή, Κ. Γ. Γιαγκουλλή, Λ. Χριστοδουλίδου, Λ. Παπαλεοντίου, Α. Γεωργιάδου, Κ. Π. Χατζηιωάννου, Κ. Χρυσάνθη, Π. Παπαπολυβίου, Γ. Γεωργή, Κ. Κοκκινόφτα, Α. Κουδουνάρη, Κ. Π. Κύρρη, Α. Χατζηθωμά, Χρ. Μαυρή, Ειρ. Ροδοσθένους, Π. Νικολαΐδη, Στ. Αλεξίου, Γ. Παρασκευά-Χατζηκώστα, Μ. Μιχαηλίδου, Α. Πετρίδη, Σ. Παύλου, Φ. Σταυρίδη, Κ. Νικολαΐδη, Κ. Παύλου, Ε. Πολυβίου, Κλ. Ιωαννίδη, Γ. Μύαρη (ως Κύπριο, πλέον) κ.ά. Στα παραπάνω ονόματα πρέπει να προσθέσει κανείς τούς εξ Ελλάδος μελετητές Γ. Κεχαγιόγλου, Θ. Πυλαρινό και Α. Ζήρα, οι οποίοι πρόσφεραν όσο κανείς άλλος στην κυπριακή λογοτεχνία, καθώς και τους συναδέλφους Ευρ. Γαραντούδη, Αφρ. Αθανασοπούλου και Μ. Στεργιούλη. Αν και είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτή τη στιγμή ξεχνώ ορισμένα ονόματα, θεωρώ ότι οι παραπάνω λογοτέχνες και μελετητές χαρτογραφούν τα πιο εύφορα εδάφη της κυπριακής λογοτεχνίας και φιλολογίας, και χωρίς αμφιβολία μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια τους αντίστοιχους εξ Ελλάδος ομοτέχνους και συναδέλφους τους. Υστερούμε μόνο στις λεπτομέρειες.
Για παράδειγμα, στην Κύπρο δεν είναι ανεπτυγμένη όσο θα έπρεπε η εκδοτική συνείδηση.
Οι φιλολογικοί εκδότες είναι δυστυχώς ελάχιστοι, με αποτέλεσμα να αντικαθίστανται από ανειδίκευτους στην εκδοτική επιστήμη φιλολόγους ή και από επιμελητές άλλων ειδικοτήτων. Έτσι, οι πλείστες εκδόσεις βρίθουν από λογής λάθη και τυποτεχνικές ακαλαισθησίες. Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον η κατάσταση θα βελτιωθεί και ότι η κυπριακή λογοτεχνία θα πάρει τη θέση που της αξίζει.