Ο νέος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας επισκέπτεται αύριο την Αθήνα για να συζητήσει με την Ελληνική Κυβέρνηση την στρατηγική και τακτική στο Κυπριακό.
Ενώ διανύσαμε το ένα πέμπτο του 21ου αιώνα, η Κύπρος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Τη συμπόρευση της Ελλάδας και της Κύπρου σε θέματα στρατηγικής υπαγορεύουν λόγοι, εκτός από τους λόγους εθνικής ταύτισης. Σημαντικός και κεφαλαιώδης είναι ο αμυντικός. Η ενιαία τουρκική επιβουλή όπως εκδηλώνεται εναντίον της Θράκης , του Αιγαίου και εναντίον της Κύπρου, επιβάλλουν όπως κοινή είναι η αντίδραση του Ελληνισμού προκειμένου να είναι αποτελεσματική. Στην Θράκη, ενώ δεν τίθεται θέμα συνόρων από πλευράς Τουρκίας, ανακινείται συχνά θέμα μουσουλμανικής μειονότητας ως αφορμή επέμβασης στα εσωτερικά της Ελλάδας. Στο Αιγαίο οι τουρκικοί στόχοι είναι πιο σαφείς. Επιδιώκει ανατροπή του status quo στο Αιγαίο, αμφισβητούνται ελληνικά νησιά, τα οποία θεωρεί γκρίζες ζώνες. Τις μονομερείς της διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα τις ονομάζει αυθαίρετα «διαφορές» και επιδιώκει διάλογο εφ’ όλης της ύλης μακριά από τους διεθνείς κανόνες και το διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Παράλληλα έχει βλέψεις κατά του εναέριου χώρου της Ελλάδας, επιδιώκει επέκταση των ορίων του FIR της και διεκδικεί συνεκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Στην Κύπρο η Τουρκία προωθεί την τελική πράξη ενός καλά μελετημένου σχεδίου που αποσκοπεί να θέσει την Κύπρο υπό τον ολοκληρωτικό, στρατηγικό της έλεγχο.
Η στρατιωτική εισβολή και κατοχή τμήματος της Κύπρου, η απόπειρα δημιουργίας «κράτους» στον κατεχόμενο βορρά, είναι μέρος της πρώτης φάσης. Αφού κλιμάκωσε ένα άνευ προηγουμένου εθνικό ξεκαθάρισμα και εισήγαγε εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους από την Τουρκία, επιδιώκει τώρα τη νομιμοποίηση της de facto διχοτομικής κατάστασης. Θεωρεί ως λύση του Κυπριακού την υφιστάμενη κατάσταση και πέραν από τη διατήρηση των κεκτημένων, επιδιώκει στρατηγική υπεροχή με την επιβολή λύσης δύο κρατών, κυριαρχικής ισότητας ή μιας χαλαρής συνομοσπονδίας μεταξύ δύο χωριστών κρατών. Με τη διατήρηση μεγάλου αριθμού τουρκικών στρατευμάτων στο βορρά, τη διατήρηση μονομερούς δικαιώματος επέμβασης και την επιβολή περίπλοκων συνταγματικών ρυθμίσεων θέλει να μετατρέψει την Κύπρο σε προτεκτοράτο της μέχρι την τελική της απορρόφηση. Βασική φιλοσοφία της Τουρκίας είναι να έχει πλήρη κυριαρχία στο βορρά και συγκυριαρχία στο νότο.
Η σύλληψη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου τη δεκαετία του 1990, ήταν η μόνη λογική συνέπεια και αντίδραση στην τουρκική επιθετικότητα. Εφόσον οι ελληνικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν την πολιτική του casus belli , ότι δηλαδή οποιαδήποτε νέα προέλαση του Αττίλα στην Κύπρο σημαίνει αυτόματα κήρυξη πολέμου από την Ελλάδα κατά της Τουρκίας, το επόμενο βήμα έπρεπε να ήταν η προώθηση τέτοιας υποδομής και συντονισμού, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να συνδράμει αποτελεσματικά την Κύπρο σε ώρες κρίσης.
Από την Ελλάδα ετέθη ως εθνική στρατιωτική στρατηγική η αμυντική επάρκεια, η ευέλικτη αντίδραση και η ικανότητα κάλυψης του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου». Για τις ανάγκες του Ενιαίου Αμυντικού δόγματος, διεξήχθησαν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στον αέρα, τη ξηρά και τη θάλασσα, είχε αναβαθμιστεί ο επιχειρησιακός συντονισμός των δύο Επιτελείων και συμπληρώθηκε εν πολλοίς η αναγκαία εκείνη υποδομή που θα επιτρέπει στην Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο. Αεροπορική Βάση Ανδρέα Παπανδρέου και Ναυτική Βάση Ευάγγελος Φλωράκης υπήρξαν εκ των βασικών αμυντικών έργων.
Στο πλαίσιο της αμυντικής μας συμπόρευσης με την Ελλάδα, είχαμε θέσει ως στόχους των στρατηγικών επιλογών του Ελληνισμού, τη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας του Κυπριακού Ελληνισμού, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανακοπή των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων σε βάρος της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Πέραν από τους καθαρά αμυντικούς σκοπούς, η συμπόρευση Ελλάδας – Κύπρου υπαγορεύεται ως εκ της γεωπολιτικής τους θέσης. Ελλάδα και Κύπρος είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταβάλλουν σοβαρές προσπάθειες για ένα ενεργητικό, ισότιμο ρόλο στην προσπάθεια για τη νομισματική, πολιτική και στρατηγική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Μιας Ευρώπης που ανταγωνιστικά θα την καθιστά ένα ισχυρό κέντρο αποφάσεων και ισχύος ικανό να αντιπαρατεθεί δημιουργικά στον αμερικανικό κολοσσό, αλλά και στις υποψήφιες ασιατικές υπερδυνάμεις, την ήδη υφιστάμενη Ιαπωνία και τη ραγδαία ανερχόμενη Κίνα.
Είναι φανερό ότι η Κύπρος μετά την ένταξη της στην Ε.Ε. απέκτησε ένα νέο γεωπολιτικό, στρατηγικό ρόλο ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Ευρώπης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Εκτός του ότι η Κύπρος χρησιμεύει ως γέφυρα, για την οικονομική διείσδυση της Ευρώπης στη Μέση Ανατολή, ο στρατηγικός ρόλος της Κύπρου είναι ένα σοβαρό ατού στα χέρια της Ευρώπης αν θέλει να έχει σοβαρό λόγο και ρόλο στην περιοχή, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεως. Τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ευρώπης της υπαγορεύουν να επιδιώκει μια Κύπρο κυρίαρχη και ενωμένη.
Οι τελευταίες εξελίξεις στο εθνικό μας πρόβλημα, με την έγερση νεοφανών αξιώσεων για λύση δύο κρατών αλλά και την υποβόσκουσα απειλή προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία μαρτυρούν μια ένταση της τουρκικής αδιαλλαξίας η οποία υπονομεύει το αναγκαίο κλίμα ασφάλειας , σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή. Η ανάπαυλα που παρατηρείται λόγω των καταστροφικών σεισμών στην Τουρκία δεν πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό.
Ως ότου επικρατήσει η φωνή της ειρήνης και της λογικής είμαστε υποχρεωμένοι να επιδιώκουμε την ασφάλεια του λαού μας.
Βρισκόμαστε σήμερα σε χρονική απόσταση δύο και πλέον δεκαετιών από την εγκατάλειψη μιας εθνικής στρατηγικής που είχε σηματοδοτήσει το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, δηλαδή η επιχειρησιακή σύζευξη των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας – Κύπρου και η συνακόλουθη πολιτική διακήρυξη του casus belli. Νέες γεωπολιτικές, γεωστρατηγικές και γεωοικονομικές συνθήκες έχουν διαμορφωθεί ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία με τη σύναψη των τριμερών συμφωνιών συνεργασίες με τις χώρες της περιοχής αλλά και με την επί θύραις αξιοποίηση των υδρογονανθράκων, που έχουν ανακαλυφθεί στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.
Είναι όμως αυτές οι νέες συνθήκες και τα νέα δεδομένα ικανά και αρκετά για να αποτρέψουν την επεκτατική και επιδρομική πολιτική και απειλή της Τουρκίας εις βάρος της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας;
Η απάντηση είναι απλή και εύλογη. Όχι. Χρειάζεται να ισχύσει και σήμερα το δόγμα της αποτροπής. Διαμορφωμένο και προσαρμοσμένο στη σημερινή συγκυρία. Ακριβώς λόγω της δημιουργίας των νέων συνθηκών. Ωστόσο είναι απολύτως αναγκαίο να επέλθει η διακλαδική επιχειρησιακή σύζευξη στις αμυντικές δυνατότητες των δύο χωρών, η διενέργεια κοινών ασκήσεων και η από πλευράς Ελλάδας διακήρυξη, που ο Ανδρέας Παπανδρέου από του βήματος τη Βουλής των Ελλήνων, είχε με σαφήνεια εξαγγείλει. Ότι «οποιαδήποτε επίθεση εναντίον της Κύπρου, ισοδυναμεί με επίθεση εναντίον της Ελλάδας και θα οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο».
Ούτε πολεμοχαρείς πρέπει να είμαστε, ούτε θαυμαστές μιλιταριστικών αντιλήψεων. Ούτε όμως και οπαδοί της λογικής της εθελοδουλίας.
Άλλωστε, η Ελλάδα, πέραν των εθνικών δεσμών και του συνακόλουθου της χρέους, απέναντι στον Ελληνισμό της Κύπρου, δεσμεύεται από διεθνή συνθήκη, εκείνη της Συνθήκης Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960. Την οποία πρέπει να τιμά έμπρακτα. Πολύ περισσότερο, όταν άλλη εγγυήτρια δύναμη, η Τουρκία, την έχει παραβιάσει κατάφωρα, κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν, για 49 ολόκληρα χρόνια.
Οι ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου έχουν το λόγο. Ενώπιον των λαών των δύο χωρών και ενώπιον της ιστορίας. Οι συνομιλίες στην Αθήνα, Κύπρου – Ελλάδας ας αποτελέσουν την αφετηρία μιας νέας ελπιδοφόρας πορείας.
ΣΗΜ: Η Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρο 42, παρ.7) προβλέπει την υποχρέωση των κρατών – μελών της Ε.Ε. να παρέχουν συνδρομή σε περίπτωση που κράτος – μέλος δεχτεί ένοπλη επίθεση στο έδαφος του. Απολύτως νόμιμη λοιπόν και με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο η συνδρομή – αγωγή της Ελλάδας αφού η Κύπρος υφίσταται από το 1974 διαρκή ένοπλη επίθεση.
Γιαννάκη Λ. Ομήρου
πρώην Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων