Από τις 16 Ιουλίου, ο Μακάριος έφυγε από την Κύπρο. Κυνηγημένος από τους πραξικοπηματίες, βρέθηκε αρχικά στη Μάλτα και από εκεί στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και μετά ξανά πίσω στο Λονδίνο.
Τους δραματικούς μήνες που ακολούθησαν το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, η συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού Ελληνισμού προσέβλεπε στην επιστροφή του Προέδρου Μακαρίου για την πλήρη αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας, που είχε διαρραγεί από την προδοσία του πραξικοπήματος, αλλά και από τον τρόπο ανάληψης των καθηκόντων του Προεδρεύοντος της Δημοκρατίας, Γλαύκου Κληρίδη
. Ο Γλαύκος Κληρίδης, αφού «ορκίστηκε Πρόεδρος» από τον καθαιρεμένο Γεννάδιο, διατήρησε στην Κυβέρνησή του υπουργούς του πραξικοπήματος και εμφανιζόταν ως Πρόεδρος και όχι ως Προεδρεύων, ενώ δήλωνε ότι, για να επανέλθει στην προεδρία ο Μακάριος, έπρεπε να συμμετάσχει σε εκλογές!
Η επιστροφή του Προέδρου Μακαρίου θα αναπτέρωνε βεβαίως τις ελπίδες του λαού για άρση των φοβερών συνεπειών του δίδυμου εγκλήματος κατά της Κύπρου. Ωστόσο, όσο απίστευτο και αν φαίνεται, υπήρχαν λυσσώδεις αντιδράσεις στο ενδεχόμενο της επιστροφής του. Τόσο ξένοι κύκλοι όσο και τα γνωστά εσωτερικά προγεφυρώματα –απομεινάρια του εγκλήματος της 15ης Ιουλίου– ενεργούσαν με κάθε τρόπο για να ματαιώσουν την επιστροφή του.
Παρά το καθεστώς τρομοκρατίας που είχε επιβάλει η ΕΟΚΑ Β και το οποίο εξακολουθούσε να υφίσταται ακόμα και μετά την τουρκική εισβολή, το δημοκρατικό κίνημα είχε καταφέρει σταδιακά «να βρει τα πόδια του», να υπερβεί τη δυσμενή συγκυρία, να αρθρώσει έναν αγωνιστικό-δημοκρατικό λόγο και να συσπειρώσει ευρύτατες λαϊκές δυνάμεις, οι οποίες προσδοκούσαν βάσιμα ότι η επιστροφή του Μακάριου θα σηματοδοτούσε την αποκατάσταση της δημοκρατικής και της συνταγματικής τάξης. Στην περίοδο αυτή διαπράττονται στυγερά εγκλήματα από την ΕΟΚΑ Β, που προφανή στόχο είχαν να τρομοκρατηθεί ο λαός ο οποίος απαιτούσε επιστροφή του Προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο.
Απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου της ΕΔΕΚ Βάσου Λυσσαρίδη και δολοφονία του οργανωτικού της ΕΔΕΝ Δώρου Λοϊζου. Δολοφονίες του αστυνομικού Δημοσθένη Γεωργίου και του οδηγού λεωφορείου Ηλία Πελαβά. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του και τα όσα διαδραματίζονταν στην Κύπρο, ο Μακάριος θεώρησε ότι οι συνθήκες ήταν πλέον ώριμες για την επιστροφή του. Στα μέσα Νοεμβρίου έχει μακρές συνεργασίες με τους συνεργάτες του, ενημερώνεται για την εσωτερική πολιτική κατάσταση και αποφασίζει να επιστρέψει στην Κύπρο στις αρχές Δεκεμβρίου, αφού προηγουμένως θα επισκεπτόταν την Αθήνα, όπου μάλιστα θα μιλούσε σε συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος.
Η απόφαση αυτή του Μακάριου φαίνεται να προκάλεσε τη δυσφορία του Πρωθυπουργού Κωσταντίνου Καραμανλή. Ο τότε Πρέσβης της Κύπρου στην Αθήνα Νίκος Κρανιδιώτης γράφει σχετικά: […] Στο μεταξύ, οι Κύπριοι φοιτητές, ο Δήμαρχος Αθηναίων, η Επιτροπή Συμπαράστασης στον Κυπριακό Αγώνα, ο Αντιστασιακός Σύνδεσμος και άλλα συμπαθούντα σωματεία άρχισαν να οργανώνουν υποδοχή. Οι φοιτητές, μάλιστα, τοποθέτησαν μεγάφωνα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπου θα κατέλυε ο Αρχιεπίσκοπος.
Ενθυμούμαι ότι ήταν αργά το βράδυ της 26ης Νοεμβρίου όταν με πήρε τηλέφωνο ο Πρωθυπουργός και σε ύφος οξύ μου είπε: «Πληροφορούμαι ότι εγκαταστήσατε μεγάφωνα στην Πλατεία Συντάγματος και ετοιμάζετε υποδοχή. Να σταματήσετε αμέσως. Δεν είμαστε για πανηγύρια». Πρόσθεσε και άλλα πολλά, που έδειχναν βαθύτατη αποδοκιμασία και δυσαρέσκεια. Οι αντιδράσεις Καραμανλή ήταν προφανώς αποτέλεσμα της έντονης διαφωνίας των Αμερικανοβρετανών στην επιστροφή Μακαρίου στην Κύπρο. Αλλά και της έντονης επιθυμίας τους για οριστική απομάκρυνση του από την Κυπριακή Πολιτική σκηνή. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στην Κύπρο ο ασκών καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης μιλούσε για προσεχείς προεδρικές εκλογές στην Κύπρο στις οποίες «εάν επιθυμεί ο Μακάριος θα μπορεί να υποβάλει υποψηφιότητα» Δηλαδή θεωρούσε τον νόμιμο Πρόεδρο ως έκπτωτο αποδεχόμενος ως νόμιμα τα αποτελέσματα του εγκληματικού πραξικοπήματος!
Όντας μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής Κυπρίων Φοιτητών, που προετοιμάσαμε την υποδοχή Μακαρίου στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου, επιβεβαιώνω την περίεργη αντιμετώπιση της πρόθεσης λαϊκής υποδοχής του Αρχιεπισκόπου. Μάλιστα ο τότε Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών ονόματι Καραθανάσης μας πλησίασε ενώ βρισκόμασταν στην πλατεία Συντάγματος για την υποδοχή και μας προειδοποίησε σε αυστηρό ύφος να πάψουμε να χρησιμοποιούμε τους τηλεβόες από τους οποίους εκφωνούσαμε συνθήματα λέγοντας μας επί λέξει: «πετάξτε αυτές τις ντουντούκες.
Αυτές τις χρησιμοποιούσαν οι κομμουνιστές στον συμμοριτοπόλεμο». Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, ενώ ο Καραμανλής συνόδευσε τον Μακάριο από το Αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», αμέσως μετά αναχώρησε, ενώ γνώριζε ότι ο Αρχιεπίσκοπος θα εκφωνούσε λόγο στις δεκάδες χιλιάδες λαού που είχαν συγκεντρωθεί στην Πλατεία Συντάγματος.
Μάλιστα η Αστυνομία είχε τοποθετήσει σχοινιά, για να κρατήσει το πλήθος μακριά από το ξενοδοχείο. Ωστόσο, μόλις άρχισε την ομιλία του, ο Μακάριος κάλεσε διά νεύματος το πλήθος να παραμερίσει τα εμπόδια και να συγκεντρωθεί μπροστά από το ξενοδοχείο. Το πάθος και ο ενθουσιασμός του κόσμου είχαν θρυμματίσει τις αδικαιολόγητες και παράδοξες επιφυλάξεις και αντιδράσεις της ελληνικής Κυβέρνησης.
Στο σημείο αυτό ας σημειωθεί ότι κάποιες αριστερίστικες φοιτητικές παρατάξεις (ΕΚΚΕ και ΑΑΣΠΕ), που βρέθηκαν στην Πλατεία Συντάγματος, επιχείρησαν να μετατρέψουν την πάνδημη συγκέντρωση υποδοχής του Μακαρίου σε χώρο πολιτικής προπαγάνδας εναντίον του θεσμού της βασιλείας, με αφορμή το δημοψήφισμα που επρόκειτο να διεξαχθεί στην Ελλάδα στις 8 Δεκεμβρίου. Υπήρχαν μάλιστα φήμες ότι ο Μακάριος κατά την ομιλία του επρόκειτο να τοποθετηθεί υπέρ της διατήρησης του θεσμού, παρεμβαίνοντας έτσι σε ένα θέμα για το οποίο αποκλειστικά αρμόδιος ήταν ο κυρίαρχος ελληνικός λαός.
Έτσι, όταν ο Αρχιεπίσκοπος άρχισε την ομιλία του, ακούστηκε και το σύνθημα που χρησιμοποιείτο εκείνη την περίοδο από τους αντιτιθέμενους στη Βασιλεία, «Ρίξτε το στέμμα στα σκουπίδια». Γρήγορα οι παραφωνίες αυτές εξουδετερώθηκαν από τα συνθήματα της μεγάλης πλειοψηφίας των συγκεντρωμένων, που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στη χούντα και την τουρκική κατοχή της Κύπρου, την ανάγκη τιμωρίας των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, αλλά και την υποστήριξή τους στον κυπριακό λαό και τον ηγέτη του.
Τις επόμενες ημέρες συνοδεύσαμε τον Μακάριο στο Πολυτεχνείο όπου τέλεσε τρισάγιο για τους νεκρούς αγωνιστές και κατέθεσε στεφάνι στην σιδερένια πύλη που είχε συντρίψει το άρμα μάχης της Χούντας. Στις 7 Δεκεμβρίου, πέντε μήνες μετά την προδοσία και το έγκλημα, ο εκλεγμένος λαοπρόβλητος ηγέτης, φτάνοντας στην Κύπρο, μίλησε από τον εξώστη της βομβαρδισμένης Αρχιεπισκοπής προς ένα πρωτοφανές πλήθος. Ελπίδες και προσδοκίες ανάβλυζαν μέσα από το πάθος της αποθεωτικής υποδοχής.
Συγκλονιστικός ο λόγος του Μακαρίου: «Μετά των νεκρών ελογίσθην και ιδού εν ζωή ευρίσκομαι». Απογοήτευση βέβαια προκάλεσε η προσφορά του για «κλάδον ελαίας» προς τους ενόχους της τραγωδίας. Δυστυχώς οι ελπίδες για σύντομη λύτρωση δεν επιβεβαιώθηκαν. Η μεγάλη προδοσία είχε εξυπηρετήσει άριστα τα από πολλού κυοφορούμενα τουρκικά σχέδια.