Η ηγεσία του ψευδοκράτους ήγειρε πρόσφατα επίσημα αξίωση προς τα Ηνωμένα Έθνη να υπάρξει ξεχωριστή συμφωνία με τις κατοχικές αρχές προκειμένου να συνεχιστεί η παρουσία της Ειρηνευτικής Δύναμης στα κατεχόμενα.
Βέβαια το ψήφισμα 186 της 4ης Μαρτίου του 1964 με απόλυτη σαφήνεια αποκλείει κάτι τέτοιο.
Παράγραφος 2 του ψηφίσματος: «Ζητεί από την Κυβέρνηση της Κύπρου η οποία έχει την ευθύνη για τη διατήρηση και αποκατάσταση του νόμου και της τάξης να λάβει όλα τα επιπρόσθετα μέτρα που είναι απαραίτητα για το τερματισμό της βίας και της αιματοχυσίας στην Κύπρο».
Παράγραφος 4: «Συστήνει τη δημιουργία με τη συναίνεση της Κυπριακής Κυβέρνησης μιας Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο».
Από το περιεχόμενο αυτών των παραγράφων καθίσταται πρόδηλόν και αυτόδηλόν ότι θα ήταν αδιανόητο και εκφεύγον των όρων εντολής του ψηφίσματος 186 του 1964, η σύναψη χωριστής συμφωνίας με το ψευδοκράτος για την παρουσία της Ειρηνευτικής Δύναμης στην Κύπρο.
Περαιτέρω τα ψηφίσματα 541 του 1983 και 550 του 1984 θεωρούν παράνομη την αποσχιστική οντότητα των κατεχομένων και καλούν τα κράτη – μέλη να απόσχουν από ενέργειες που θα ήταν δυνατόν να προσδώσουν νομιμότητα σε αυτή.
Ως εκ τούτου θα ήταν αδιανόητο για τη Γενική Γραμματεία του Διεθνούς Οργανισμού να παραβιάσει τις ρητές αναφορές αυτών των ψηφισμάτων συνάπτοντας χωριστή συμφωνία για την Ειρηνευτική Δύναμη με την «αποσχιστική οντότητα των κατεχομένων».
Παρ’ όλα αυτά η βαθμιαία διολίσθηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Κυπριακής πλευράς προς λογικές δικοινοτικότητας του κυπριακού προβλήματος, εξέθρεψε την θρασεία διατύπωση τέτοιου είδους αξιώσεων από τις παράνομες κατοχικές αρχές.
Ιδού δύο παραδείγματα της διολίσθησης.
Οι επαφές της Εθνικής Φρουράς με τις κατοχικές δυνάμεις πραγματοποιούντο πάντοτε με τη Διοίκηση του τουρκικού κατοχικού στρατού. Αυτό υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Όταν το 1974 κηρύχθηκε η εκεχειρία, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, ο Διοικητής της Ειρηνευτικής Δύναμης μαζί με τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς και τον Τούρκο Αρχηγό των κατοχικών Δυνάμεων χάραξαν από κοινού την γραμμή αντιπαράταξης. Έκτοτε ουδέποτε ετέθη θέμα επαφών μεταξύ Εθνικής Φρουράς και «τουρκοκυπριακών Ενόπλων Δυνάμεων».
Πως είναι δυνατό τώρα να υπάρχει ανοχή προς ενέργειες και δηλώσεις, προηγουμένως από την Ελίζαμπεθ Σπέχαρ και τώρα από τον Κόλιν Στιούαρτ, για δημιουργία μηχανισμού διαβούλευσης – διαπραγμάτευσης μεταξύ Εθνικής Φρουράς και «τουρκοκυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων».
Δεύτερον, είναι παγκοίνως γνωστό ότι το έδαφος στη γραμμή αντιπαράταξης το οποίο παρεχωρήθη από την Κυπριακή Δημοκρατία προς την Ουνφικύπ για σκοπούς επιτέλεσης των όρων εντολής της (τήρηση της εκεχειρίας) ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν είναι συνεπώς «νεκρή ζώνη» αλλά γραμμή καταπαύσεως του πυρός. Αυτή ήτα μονίμως η διατύπωση μετά το 1974. Γιατί ανεχθήκαμε τη μετατροπή της σε «buffet Zone»;
Είναι προφανές ότι η εγερθείσα αξίωση του παράνομου μορφώματος των κατεχομένων, για σύναψη χωριστής συμφωνίας με την Ειρηνευτική Δύναμη, οφείλεται σε αυτή τη βαθμιαία διολίσθηση της Κυπριακής Δημοκρατίας προς λογικές δικοινοτικότητας του Κυπριακού και σταδιακή διαγραφή της πραγματικότητας. Δηλαδή του Κυπριακού ως προβλήματος τουρκικής εισβολής και συνεχιζόμενης στρατιωτικής κατοχής.
Το 1982, ένα χρόνο μετά την εκλογή μου στη Βουλή των Αντιπροσώπων, προσκλήθηκα από τον ΟΗΕ να λάβω μέρος και να μιλήσω σε συνέδριο του Διεθνούς Οργανισμού για τη Ναμίπια. Στην καφετέρια του Μεγάρου των Ηνωμένων Εθνών συνάντησα το Νέστορα της Κυπριακής διπλωματίας Ζήνωνα Ρωσσίδη ο οποίος, παρά τη προχωρημένη ηλικία του, εξακολουθούσε, τιμής ένεκεν, να αντιπροσωπεύει την Κύπρο στην τέταρτη Πολιτική Επιτροπή.
Του συστήθηκα και τον ρώτησα: «κύριε Ρωσσίδη πως μας βλέπουν εδώ στα Ηνωμένα Έθνη οι διάφοροι αντιπρόσωποι των κρατών – μελών; Η απάντηση του άμεση και χωρίς περιστροφές: «Άκουσε κύριε Ομήρου. Από τη στιγμή που ξεκινήσαμε συνομιλίες με τους Τουρκοκύπριους και όχι την κατοχική Τουρκία, να ξεχάσουμε την αλληλεγγύη τους.
Αυτοί ενδιαφέρονται και παίρνουν θέση όταν υπάρχουν προβλήματα ξένων επεμβάσεων. Δυστυχώς εμείς δώσαμε το μήνυμα ότι το πρόβλημα είναι εσωτερικό μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Συνεπώς γιατί να ενδιαφέρονται»;
Η απάντηση αυτή του αείμνηστου Ζήνωνα Ρωσσίδη εξακολουθεί και σήμερα να είναι εξαιρετικά επίκαιρη. Και είναι μια απάντηση και σε όσα σήμερα διαδραματίζονται με τις απαράδεκτες αξιώσεις της Τουρκίας και της εγκάθετης Τ/Κ ηγεσίας αλλά και ερμηνεία της στάσης της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών. Το ερώτημα ωστόσο είναι: Θα ανανήψουμε έστω και με ασύγγνωστη καθυστέρηση;
Του Γιαννάκη Λ.Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής
των Αντιπροσώπων