Στο χορό των προεκλογικών εξαγγελιών – επαγγελιών προστέθηκε τελευταία η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ για την «κατοχύρωση της ασφάλειας της».
Παρακάμπτοντας και αγνοώντας το γεγονός ότι μια εκ των ισχυρότερων χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, η Τουρκία διαθέτει βέτο και συνεπώς είναι βέβαιον ότι θα το ασκήσει για να εμποδίσει την αποδοχή μιας τυχόν αίτησης της Κύπρου για ένταξη στη Βορειατλαντική Συμμαχία. Όμως, πέραν αυτής της διαδικαστικής πτυχής, τι έχουν να απαντήσουν οι διαπρύσιοι θιασώτες της Νατοϊκής ενσωμάτωσης της Κύπρου, για τη διαχρονική στάση του ΝΑΤΟ απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο;
Πρώτον, ο διακεκριμένος Έλληνας δημοσιογράφος Άγγελος Αλ.Αθανασόπουλος, αποκάλυψε πρόσφατα σε κείμενο του στο Αθηναϊκό «Βήμα», ότι από το 1957 η Τουρκία κινήθηκε εντός του ΝΑΤΟ για να προωθήσει τις έωλες αξιώσεις της και τους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς για την αποστρατικοποίηση των νήσων του Αιγαίου.
Πέντε μόλις χρόνια μετά την ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, η τελευταία ήγειρε θέμα αποστρατικοποίησης επικαλούμενη τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Το αίτημα της Τουρκίας έγινε αποδεκτό από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Λόρδο Χάστινγκς Ισμεϊ.
Σε επιστολή του προς τους μονίμους αντιπροσώπους, ο Βρετανός Γ.Γ του ΝΑΤΟ επισύρει την προσοχή τους στην αποφυγή στρατιωτικοποίησης της νήσου Λέρου. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη υιοθέτησης από το ΝΑΤΟ των αβάσιμων αιτιάσεων της Τουρκίας με αναφορά στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, επί της οποίας η Τουρκία ουδεμίαν σχέσιν έχει και συνεπώς ούτε λόγον κατά την πάγιαν νομικήν αρχήν. «Res inter alios acta».
Που σημαίνει ότι μία σύμβαση δεν μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα κάποιου που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος. Κατά λαϊκότερη έκφραση «ένα θέμα μεταξύ άλλων δεν είναι δική μας δουλειά». Περαιτέρω βέβαια ο όποιος ισχυρισμός της Τουρκίας καταρρίπτεται και από το περιεχόμενο του άρθρου 51 του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ.
Πρόκειται για το δικαίωμα της «νόμιμης άμυνας» κάθε κράτους – μέλους του ΟΗΕ, σε περίπτωση «επικείμενης απειλής» και «απειλής χρήσης βίας» που πασίδηλα αντιμετωπίζει η Ελλάδα από τις εκ Τουρκίας προερχόμενες απειλές χρήσης βίας.
Όμως το «πρόθυμο» ΝΑΤΟ δεν περιορίστηκε στην υιοθέτηση των τουρκικών απόψεων στη Νήσο Λέρο. Πολύ αργότερα, στις 8 Μαΐου του 1980, ο τότε Γ.Γ του ΝΑΤΟ Ολλανδός Τζιόζεφ Λούνς στις περίφημες «Οδηγίες Λούνς» προς τους μονίμους αντιπροσώπους, υιοθέτησε τις τουρκικές απόψεις, όπως αυτές είχαν ήδη υιοθετηθεί από τον Χανστιγκς Ισμεϊ, και για τις νήσους Λήμνο και Κάρπαθο.
Ο διαβόητος και αλήστου μνήμης Λουνς είναι εκείνος που στην περίοδο πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974 στην Κύπρο σε συνέντευξη του στο ΒBC έλεγε τον Ιούλιο του 1972 για τον Μακάριο τα εξής, μεταξύ άλλων:
«Και ο Αρχιεπίσκοπος, βέβαια που ερωτοτροπεί με τη Μόσχα, δεν είναι θάλεγα πολύ ισχυρό στοιχείο σταθερότητας. Ίσως να ακολουθεί επικίνδυνη πολιτική, αλλά υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στο νησί, όπως π.χ οι τρεις Μητροπολίτες, που τον κάλεσαν δύο φορές να παραιτηθεί και να ασχοληθεί με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, προετοιμαζόμενος για ένα καλύτερο μέλλον».
Βέβαια η ενεργός στήριξη και συμμετοχή του ΝΑΤΟ στο επακολουθήσαν δίδυμο έγκλημα του 1974, είναι απολύτως τεκμηριωμένη και από αποκαλυφθέντα απόρρητα έγγραφα και αδιάσειστες μαρτυρίες. Αποτέλεσμα, η συμβολική ενέργεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή να αποχωρήσει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, τι έπραξε το ΝΑΤΟ όταν τον Ιανουάριο του 1996 στα Ίμια υπήρξε ένοπλη αμφισβήτηση της Ελληνικής θαλάσσιας κυριαρχίας από την Τουρκία; Πως εφάρμοσε την υποχρέωση συνδρομής σε μια χώρα – μέλος που δέχεται στρατιωτική επίθεση; Ως γνωστόν, ουδέν έπραξε, πέραν της προντιοπιλατικής θέσης ότι «οι δύο χώρες πρέπει με διάλογο να επιλύσουν τις διαφορές τους».
Ασφαλώς «άξιος» συνεχιστής των προκατόχων του Ισμεϊ και Λούνς είναι ο σημερινός Γ.Γ του ΝΑΤΟ Στολτεμπεργκ ο οποίος, ανερυθρίαστα, καλεί Ελλάδα και Τουρκία να επιλύσουν «μέσω διαλόγου τις διαφορές τους στο Αιγαίο» αγνοώντας και περιφρονώντας τις σαφείς διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου. Προκαλώντας δικαιολογημένη οργή στην Ελληνική Κυβέρνηση και την υπόλοιπη Ελληνική πολιτική ηγεσία.
Όμως εγείρεται και ένα ερώτημα για τους εισηγητές υποβολής ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Γιατί δεν εισηγούνται την υποβολή ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη», που είναι πρόγραμμα της Ε.Ε, που συνδέεται με προγράμματα του ΝΑΤΟ; Κάτι που αν συμβεί, θα επιτρέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία να συμμετέχει απρόσκοπτά και καθ’ ολοκληρίαν στον Ευρωπαϊκό πυλώνα άμυνας και ασφάλειας.
Να υπενθυμίσουμε ότι στα τελικά συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κοπεγχάγης το Δεκέμβριο του 2002, με βάση τα οποία η Κύπρος θα εντασσόταν στην Ε.Ε στην επόμενη διεύρυνση, αποφασίστηκε επίσης ότι Κύπρος και Μάλτα, επειδή δεν είναι ούτε μέλη του ΝΑΤΟ, ούτε μέλη του «Συνεταιρισμού για την Ειρήνη» δεν θα συμμετείχαν στα προγράμματα άμυνας και ασφάλειας της Ε.Ε.
Ως εκ τούτου γιατί οι εισηγούμενοι ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν υποστηρίζουν την συμμετοχή στον «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη»; Να σημειώσουμε ότι η παρούσα διακυβέρνηση όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση υποστήριζε ενθέρμως κάτι τέτοιο, ασκώντας σφοδρή κριτική στην τότε κυβέρνηση για την άρνηση της να υποβάλει το σχετικό αίτημα. Βέβαια η Τουρκία διαθέτει βέτο, πλην όμως θα εκτεθεί αφού θα παρουσιαστεί ως παρεμποδίζουσα ένα εκ των βασικών πυλώνων πολιτικής της Ε.Ε, όπως αποφάσισε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αυτό της άμυνας και της ασφάλειας.