Αισθάνομαι την ανάγκη να τοποθετηθώ επί δήλωσης του υποψηφίου Προέδρου κ.Α.Μαυρογιάννη ο οποίος, ακολουθώντας πολιτική πρακτική «του συρμού», επετέθη λαύρος κατά της απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων ημερ.19 Μαρτίου του 2013 να απορρίψει το νομοσχέδιο υπό τον τίτλο «ο περί τέλους επί των καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα Νόμος του 2013», νομοθεσία η οποία προέβλεπε το γνωστό «κούρεμα» και για καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ.
Ο υποψήφιος Πρόεδρος δήλωσε, σε συνέντευξη του στο Σίγμα ότι «η απόρριψη της πρώτης πρότασης του Γιούρογκρουπ ακόμα τον στοιχειώνει και τον εκπλήσσει» και ότι «η απόρριψη ήταν απολύτως λανθασμένη».
Επειδή δεν είναι η πρώτη φορά που αυτή η απόφαση της Βουλής να απορρίψει μια νομοθεσία που κατάφωρα παραβίαζε τόσο την Ευρωπαϊκή όσο και την Κυπριακή έννομη τάξη, αφού καταστρατηγούσε την ασφάλεια των καταθέσεων μέχρι 100.000 ευρώ, παραθέτω τα αληθή γεγονότα, όπως αναφέρονται στο βιβλίο μου «Καταγραφή» σελ.202 – 206.
Η οικονομική κρίση και η Βουλή
«Κατά τη διάρκεια της θητείας μου στην Προεδρία της Βουλής εκδηλώθηκε κατά τρόπο δραματικό η οικονομική κρίση.
Στις 15 Μαρτίου του 2013 πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ στις Βρυξέλλες, για να αποφασίσει ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν για τη διάσωση της κυπριακής οικονομίας. Τα ξημερώματα της 16ης Μαρτίου, ενώ βρισκόμουν στο Λονδίνο για να παρευρεθώ και να μιλήσω στην ετήσια χοροεσπερίδα της ΕΔΕΚ, άρχισαν να με καλούν στο τηλέφωνο δημοσιογράφοι των πρωινών ραδιοφωνικών εκπομπών από την Κύπρο. Με ενημέρωσαν ότι στο Γιούρογκρουπ αποφασίστηκε «κούρεμα» των καταθέσεων για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος και με ερωτούσαν πότε θα συνέλθει η Βουλή για να επιληφθεί του θέματος. Αποφάσισα να γυρίσω αμέσως στην Κύπρο με την πρώτη διαθέσιμη πτήση.
Η Κυβέρνηση, σε υλοποίηση των αποφασισθέντων στο Γιούρογκρουπ, ετοίμασε επειγόντως σχετικό νομοσχέδιο υπό τον τίτλο «Ο περί τέλους επί των καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα Νόμος του 2013», το οποίο και κατέθεσε στη Βουλή. Το νομοσχέδιο προέβλεπε την είσπραξη τέλους προς τη Δημοκρατία από κάθε πιστωτικό ίδρυμα, με συντελεστή 6,75% επί των καταθέσεων από 20.000 μέχρι 100.000 ευρώ και 9,90% επί των καταθέσεων που υπερέβαιναν τις 100.000 ευρώ. Το ποσό του τέλους θα μεταφερόταν ακολούθως σε λογαριασμό της Δημοκρατίας, εντός του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος, και θα διατίθετο για σκοπούς διάσωσης και ανακεφαλαιοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Με βάση τον Νόμο, «έναντι του τέλους που θα εισπραχθεί, θα διατεθούν μελλοντικά σε κάθε καταθέτη μετοχές πιστωτικού ιδρύματος στη Δημοκρατία, οι οποίες θα είναι μετατρέψιμες σε ομόλογα υπό τον όρο ότι οι καταθέσεις θα παραμείνουν για τουλάχιστον δύο χρόνια στο πιστωτικό ίδρυμα στη Δημοκρατία».
Όπως ήταν φυσικό, η κατάθεση του νομοσχεδίου προκάλεσε τεράστια αναστάτωση και οργίλες αντιδράσεις. Τα φώτα έπεσαν αμέσως στη Βουλή. Ο Σύνδεσμος Ξένων Τραπεζών, με επείγουσα επιστολή του προς εμέ, προειδοποιούσε ότι, αν η Βουλή αποφάσιζε την απομείωση καταθέσεων των ξένων Τραπεζών, τότε αυτές θα έφευγαν αμέσως από την Κύπρο.
Η συνεδρία της Βουλής για να τοποθετηθεί επί του κυβερνητικού νομοσχεδίου προγραμματίστηκε για το βράδυ της Τρίτης 19 Μαρτίου. Το πρωί της ίδιας μέρας υπήρξα δέκτης ενός απροσδόκητου τηλεφωνήματος από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, με τον οποίο είχα πολυετή γνωριμία και συχνές συναντήσεις και συνεργασίες, αφού ήταν κορυφαίο στέλεχος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Σουλτς μου είπε επί λέξει: «Έχω ένα μήνυμα για σένα από την Καγκελάριο Μέρκελ. Η παράκλησή της είναι να αναβάλεις την ψηφοφορία επί του νομοσχεδίου για την απομείωση των καταθέσεων». Αφού του εξήγησα ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη των κομμάτων της Βουλής, τον ερώτησα γιατί η Καγκελάριος υποβάλλει αυτή την παράκληση. Μου απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Μου ανέφερε ωστόσο ότι θεωρεί πως μια απόρριψη του νομοσχεδίου από την Κυπριακή Βουλή θα δυσκολέψει τα πράγματα και θα υπάρξουν κίνδυνοι στις αγορές.
Στις 5 το απόγευμα πραγματοποιήθηκε σύσκεψη των αρχηγών και εκπροσώπων των κοινοβουλευτικών κομμάτων υπό την προεδρία μου. Αντικείμενο της σύσκεψης, η επικείμενη συνεδρία της Βουλής. Ειδικότερα, αν θα πραγματοποιείτο η συνεδρία ή αν υπήρχαν σκέψεις για αναβολή. Ενημέρωσα τους παρισταμένους ότι είχα επικοινωνήσει με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος μου κατέστησε σαφές ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να εισηγηθεί αναβολή, και τους κάλεσα να τοποθετηθούν. Η πλειοψηφία των αρχηγών και εκπροσώπων των κομμάτων υποστήριξε ότι η Βουλή έπρεπε να προχωρήσει κανονικά στην προγραμματισμένη της συνεδρία. Κάποιοι μάλιστα υπέδειξαν ότι η Ολομέλεια έπρεπε να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα και πάντως πριν από το προγραμματισμένο τηλεφωνικό ραντεβού του Προέδρου Αναστασιάδη με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, από τον οποίο αναμενόταν δανειοδοτική υποστήριξη για την αποφυγή των επαχθών συνεπειών από την επαπειλούμενη απομείωση των καταθέσεων. Το επιχείρημα αρκετών ήταν ότι, με τη διαφαινόμενη απόρριψη του κυβερνητικού Νομοσχεδίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα αποκτούσε ενισχυμένη διαπραγματευτική ισχύ στην τηλεφωνική συνομιλία με τον Ρώσο ηγέτη.
Θεώρησα χρέος μου να ενημερώσω τη σύσκεψη για το μήνυμα της Καγκελαρίου Μέρκελ. Το ίδιο έπραξε και ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος ανέφερε ότι είχε δεχθεί παρόμοιο μήνυμα από συνεργάτες της Μέρκελ στη γερμανική Καγκελαρία.
Προς το τέλος της σύσκεψης επικοινώνησα και πάλι τηλεφωνικά με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, ενώπιον όλων των παρισταμένων κομματικών εκπροσώπων. Η απάντησή του ήταν ότι είναι θέμα της Βουλής να αποφασίσει «εν τη σοφία της». Αμέσως μετά συνήλθε η Ολομέλεια, η οποία στην αρχή απέρριψε αίτημα του ΔΗΣΥ για αναβολή και, μετά από σύντομες ομιλίες, απέρριψε το κυβερνητικό Νομοσχέδιο με 36 ψήφους κατά και 19 αποχές.
Το ερώτημα που εξακολουθεί να πλανάται μέχρι σήμερα είναι τι ακριβώς διαδραματίστηκε στο Γιούρογκρουπ της 15ης Μαρτίου. Υπήρξε ή όχι απόφαση για απομείωση των καταθέσεων; Ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε δηλώσεις του, δεν το επιβεβαίωσε. Η παρέμβαση της Μέρκελ για αναβολή της συνεδρίας της Βουλής επιτείνει το ερώτημα. Με δεδομένο ότι η απομείωση των καταθέσεων που δεν υπερβαίνουν τις 100.000 ευρώ παραβίαζε κοινοτική νομοθεσία, η οποία απαγορεύει κάτι τέτοιο, ενισχύεται μάλλον η άποψη ότι επρόκειτο για πρόταση της κυπριακής πλευράς και όχι για απόφαση του Γιούρογκρουπ.
Ο περί εξυγίανσης Νόμος – Το «κούρεμα» των καταθέσεων
Μετά την απόρριψη του επίμαχου νομοσχεδίου, η Κυβέρνηση προώθησε στη Βουλή προς ψήφιση τον «Περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων Νόμο του 2013». Σκοπός του περί εξυγίανσης Νόμου ήταν η λήψη κατάλληλων μέτρων, προκειμένου να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, η σταθερότητα του χρηματο-οικονομικού συστήματος, η προστασία των καταθέσεων και των δημόσιων πόρων, η προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Σύμφωνα με τον περί εξυγίανσης Νόμο, η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, ως Αρχή Εξυγίανσης, αναλαμβάνει, από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών, τη λήψη μέτρων για τη βιωσιμότητα των «επηρεαζόμενων ιδρυμάτων», υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με το αρχικό νομοσχέδιο, η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου είχε την αποκλειστική δυνατότητα λήψης μέτρων εξυγίανσης, λαμβάνοντας όμως υπόψη και τις απόψεις του Υπουργού Οικονομικών. Κατόπιν διαβούλευσης στην Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού, έγινε αποδεκτή η εισήγηση για τροποποίηση του νομοσχεδίου, προκειμένου η λήψη των σχετικών μέτρων να πραγματοποιείται με από κοινού απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου και του Υπουργού Οικονομικών.
Τα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν με βάση τον περί εξυγίανσης Νόμο είναι η αύξηση κεφαλαίου του ιδρύματος, η πώληση εργασιών, η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε ενδιάμεση Τράπεζα ή σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και η διάσωση με ίδια μέσα (δηλαδή αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων του ιδρύματος). Επίσης, ο αρχικός περί εξυγίανσης Νόμος προβλέπει τη σειρά προτεραιότητας στην καταβολή των απαιτήσεων και χρεών σε περίπτωση εκκαθάρισης του ιδρύματος, όπως και τη δυνατότητα διορισμού Ειδικού Διαχειριστή με σκοπό την αποτελεσματικότερη εκτέλεση των μέτρων εξυγίανσης και τη διασφάλιση των συμφερόντων των μετόχων και των πιστωτών μέσω της προστασίας διάφορων συμφωνιών και των αντισυμβαλλομένων τους. Βάσει του Αρχικού Νόμου Εξυγίανσης, μόνο η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να καταχωρεί αίτηση για έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
Ο περί εξυγίανσης Νόμος τέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων και ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία στις 22 Μαρτίου 2013. Η απόφαση για το «κούρεμα» των καταθέσεων υλοποιήθηκε με την έκδοση διατάγματος ημερομηνίας 29 Μαρτίου 2013 από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου και τον Υπουργό Οικονομικών, δυνάμει του ίδιου Νόμου. Το σχετικό διάταγμα προέβλεπε τη μετατροπή των καταθέσεων που υπερέβαιναν τις 100.000 ευρώ –οι οποίες και ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων– σε μετοχές και τίτλους, καθώς και εκείνων που δεν ενέπιπταν στο σχετικό πεδίο εφαρμογής, βάσει των όρων που προβλέπονται στον Νόμο.
Επομένως, η απόφαση για το «κούρεμα» των καταθέσεων λήφθηκε τελικά από την Κυβέρνηση και την Κεντρική Τράπεζα και όχι από τη Βουλή, η οποία ωστόσο ενέκρινε το νομοθετικό πλαίσιο που επέτρεπε αυτό. Προς τη Βουλή ασκήθηκε και ασκείται κριτική για το ότι απέρριψε το πρώτο νομοσχέδιο, το οποίο προέβλεπε «κούρεμα» των καταθέσεων σε χαμηλότερα ποσοστά και σε μεγαλύτερο αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων. Ωστόσο θεωρώ ότι η κριτική αυτή είναι άδικη για τους εξής λόγους:
Πρώτον, το αρχικό νομοσχέδιο παραβίαζε κατάφωρα τόσο την ευρωπαϊκή-κοινοτική νομοθεσία όσο και ανάλογη εναρμονιστική κυπριακή νομοθεσία για προστασία των καταθέσεων μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ.
Δεύτερον, ποτέ δεν τεκμηριώθηκε η άποψη ότι υπήρξε απόφαση του Γιούρογκρουπ στις 15 Μαρτίου για «κούρεμα» των καταθέσεων, όπως προβλεπόταν από το κυβερνητικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή. Αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από δήλωση του Σόιμπλε, ότι δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί απόφαση από το Γιούρογκρουπ αντίθετη με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όσο και από την παρέμβαση της Μέρκελ για αναβολή της ψήφισης του νομοσχεδίου.
Τρίτον, είναι βέβαιο ότι ψήφιση του νομοσχεδίου το οποίο είχε καταθέσει η Κυβέρνηση για καθολικό «κούρεμα» των καταθέσεων θα οδηγούσε σε φυγή όλες τις ξένες Τράπεζες από την Κύπρο, με αυτονόητες τις αρνητικές συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Μετά την έκδοση του διατάγματος της 29ης Μαρτίου 2013 από την Κεντρική Τράπεζα και τον Υπουργό Οικονομικών για «κούρεμα» στις δύο συστημικές Τράπεζες της Κύπρου των καταθέσεων που υπερέβαιναν το ποσό των 100.000 ευρώ, η Βουλή κλήθηκε να εγκρίνει σωρεία νομοσχεδίων για τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης.
Η Βουλή πρέπει να πιστωθεί με υψηλό αίσθημα ευθύνης στην αντιμετώπιση της κρίσης. Παρά την αυτονόητη ύπαρξη πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών, συμπεριφέρθηκε σοβαρά, υπεύθυνα και συναινετικά, συνεισφέροντας τα μέγιστα στο σταδιακό ξεπέρασμα των τραγικών οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών από την οικονομική θύελλα του 2013».
Σημ:-1- Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η τοποθέτηση του υποψήφιου προέδρου εναρμονίζεται με το κυβερνητικό αφήγημα και τις απόψεις τραπεζών και του λοιπού οικονομικού κατεστημένου και προφανώς δικαιώνει τους προηγηθέντες λανθασμένους κυβερνητικούς χειρισμούς στο Γιουργογκρούπ της 15ης Μαρτίου του 2013 που «έλαβε την σχετική απόφαση». Ποια απόφαση; Αυτή που διέψευσε ο Σόϊμπλε;
Σημ:-2- Αφού η απόφαση της Βουλής της 19ης Μάϊου του 2013 για απόρριψη του Νομοσχεδίου απομείωσης των καταθέσεων και κάτω των 100.000 ευρώ «στοιχειώνει» τον υποψήφιο πρόεδρο γιατί επέλεξε να τύχει υποστήριξης από ένα κόμμα που πρωταγωνίστησε σε εκείνη τη «λανθασμένη» απόφαση;
Του Γιαννάκη Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής Των Αντιπροσώπων