Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα γεγονότα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸ μέγιστο γεγονὸς ποὺ καθόρισε καὶ διαμόρφωσε τὴν Ἱστορία, ἀφοῦ «εἰς κεφαλὴν γωνίας» τῆς μοναδικῆς αὐτῆς καμπῆς, ἐτέθη «ὁ ἐν σπηλαίῳ γεννηθεὶς καὶ ἐν φάτνῃ ἀνακλιθεὶς» Θεός. Εἶναι τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο προσέδωσε νόημα στὸ παρελθὸν καὶ δημιούργησε τὸ πιὸ ἐλπιδοφόρο μέλλον τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν αἰώνια σωτηρία του.
Τὰ ἱερὰ κείμενα ἀλλὰ καὶ ἡ θύραθεν γραμματεία μᾶς βοηθοῦν νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνας συμβολισμός, ὅπως οἱ ἐνσαρκώσεις τῶν διαφόρων «θεοτήτων» τῆς μυθολογίας, ἀλλὰ μία ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἡ ὄντως νέα πραγματικότητα, «τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον» κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Ἔγινε σὲ συγκεκριμένη ἱστορικὴ στιγμή, ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου, σ’ ἕνα συγκεκριμένο λαό, τὸν Ἰουδαϊκό, «ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαβίδ», καὶ σὲ συγκεκριμένο τόπο, στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Δίκαια, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὀνομάζει τὰ Χριστούγεννα «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν», δηλαδὴ μητέρα, πηγὴ καὶ ἀρχὴ ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν. Ὅλα τὰ γεγονότα, ποὺ συνέβησαν μέσα στὴν ἱστο-ρία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἔχουν ὡς βάση καὶ θεμέλιο αὐτὸ «τὸ ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον καὶ παράδοξον Μυστήριον» ὅτι, δηλαδή, ὁ «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί».
Μόνον ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς μποροῦσε νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα ποὺ δημιούργησε ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο ἡ πτώση καὶ ἡ παρακοή. Μόνον ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός, «δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο» θὰ μποροῦσε νὰ πραγματώσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.
Πολὺ ἁπλᾶ ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ οὐσιαστικὰ λόγια διατυπώνει τὸ μέγα τοῦτο Μυστήριο ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Ὁ Χριστὸς ἔγινε μέτοχος τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης φύσε-ως, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς μέτοχοι τῆς θείας· ὁ Κύριος ἔγινε Υἱὸς ἀνθρώπου, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Τώρα ἀπομένει νὰ ἐκπληρώσουμε ἐμεῖς τὸ δικό μας χρέος. Μᾶς τὸ ὑποδεικνύει μὲ σαφήνεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Γενώμεθα ὡς Χριστός, ἐπεὶ καὶ ὁ Χριστὸς ὡς ἡμεῖς· γενώμεθα θεοὶ δι᾿ αὐτόν, ἐπειδὴ κἀκεῖνος δι᾿ ἡμᾶς ἄνθρωπος». Ἂς γίνουμε σὰν τὸν Χριστό, ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς ἔγινε σὰν καὶ μᾶς. Ἂς γίνουμε θεοὶ γιὰ χάρη Του, ἀφοῦ καὶ Κεῖνος ἔγινε γιὰ χάρη μας ἄνθρωπος.
Μὲ ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ εὐγνωμοσύνη ἐνώπιον τῆς θείας συγκατάβασης καὶ οἰκονομίας, ἂς λατρεύσουμε τὸν ἀρχηγὸ τῆς σωτηρίας μας. Μὲ μετάνοια, ἂς ἀποθέσουμε στὰ πόδια Του ἀντὶ δώρων τὶς ἁμαρτίες μας. Μὲ πίστη, ἂς τὸν ἱκετεύσουμε, οὕτως ὥστε τὸ φῶς τῆς γνώσεώς Του καταυγάζει τὶς καρδιές μας, γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὰ ἐκπηγάζοντα ἀπὸ τὸ πάνσεπτο σπήλαιο δῶρα Του: τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγάπη, τὴ συγχώρηση, τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν πολυπόθητη σωτηρία.
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἐφέτος, εἶναι ἡ τεσσαρακοστὴ ἕβδομη χρονιά, ποὺ γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα μὲ μοιρασμένη τὴν πατρίδα μας, μὲ ξεριζωμένο τὸ ἕνα τρίτο τοῦ λαοῦ μας ἀπὸ τὶς πατρογονικές του ἑστίες καὶ μὲ πολλοὺς ἀδελφούς μας νὰ ἀναμένουν τὰ ἀγαπημένα τους πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νὰ ἀγνοοῦνται.
Το γεγονός, ὅμως, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ προστατεύσει τὸν ἀδικημένο καὶ νὰ βοηθήσει ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴ δικαιοσύνη, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ χάνουμε τὶς ἐλπίδες μας, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται νὰ συνεχίζουμε τὸν ἀγώνα μας. Γι’ αὐτό, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς στραμμένα πρὸς Ἐκεῖνον καὶ μὲ πίστη ἀκλόνητη στὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τῶν δικαίων μας, ἂς συνεχίσουμε τὴν ἀγωνιστική μας πορεία.
Ἂς μὴν ἀφήσουμε τὶς ψευδαισθήσεις νὰ χαλαρώσουν μέσα μας τὸ ἀγωνιστικό μας φρόνημα. Ἡ μέχρι σήμερα συμπεριφορὰ τοῦ εἰσβολέα δὲν μᾶς ἐπιτρέπει κανένα ἀπολύτως ἐφησυχασμό. Πρέπει νὰ παραμείνουμε ἑνωμένοι καὶ ἀμετακίνητοι στὴ διεκδίκηση τῶν δικαίων μας, ἄκαμπτοι καὶ ἀνυποχώρητοι στὴν ἀπαίτησή μας γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν στρατευμάτων κατοχῆς, τὴν ἐπιστροφὴ τῶν προσφύγων στὶς πατρογονικές τους ἑστίες καὶ παράλληλα ἕτοιμοι ἀμυντικά, γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο δυναμικῆς ἀναμέτρησης, ἀφοῦ ὅσο καὶ ἂν τὸ ἀπευχόμαστε, μιὰ τέτοια ἀναμέτρηση, δὲν θὰ διστάσει νὰ μᾶς τὴν ἐπιβάλει ἡ βουλιμία καὶ τὰ ἐπεκτατικά σχέδια τοῦ εἰσβολέα.
Μὲ πίστη ἀκράδαντη πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ἦλθε στὴ γῆ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης, καὶ μὲ πεποίθηση στὴν τελικὴ κατίσχυση τῶν δικαίων μας, ἐκφράζουμε τὰ αἰσθήματα τῆς ἀγάπης μας, κατὰ τὴ μεγάλη τούτη ἑορτὴ τῆς Χριστιανοσύνης. Ἂς ἀφήσουμε τὴν ἀκτινοβολία τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ νὰ φωτίζει τὴ ζωή μας καὶ ἂς γίνουμε ἐμεῖς δοχεῖα καὶ ἀγωγοὶ ἀγάπης πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς «ἐπτώχευσε δι’ ἡμᾶς πλούσιος ὤν, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν» (Β’ Κορ. 8, 9). Συνεπῶς, ἂς πλουτίσουμε καὶ ἐμεῖς τὶς ψυχὲς τῶν πονεμένων ἀδελφῶν μας μὲ τὴ χαρὰ ποὺ δίνει τὸ αἴσθημα τῆς ἀγάπης. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ προσφέρουμε τὶς ψυχές μας ὡς κατάλυμα στὸν Χριστὸ καὶ νὰ μετάσχουμε στὴ χαρὰ τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεώς Του.
Τέλος, ἀπευθύνουμε χαιρετισμὸ ἀγάπης καὶ εὐλογίας πρὸς ὅλο τὸ Χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαίτερα, πρὸς τοὺς πρόσφυγες, τοὺς ἐγκλωβισμένους καὶ πρὸς τὶς οἰκογένειες ποὺ ἀναμένουν τὰ ἀγνοούμενα παιδιά τους. Εὐχόμαστε ἐκ βάθους ψυχῆς, ὅπως ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστὸς στηρίζει ὅλους. Ἰδιαίτερες εὐχὲς ἀπευθύνουμε καὶ πρὸς τὴν ἡγεσία τῆς πατρίδας μας, ὥστε νὰ χειρίζεται τὸ ἐθνικό μας θέμα μὲ πνεῦμα ὁμοψυχίας καὶ ἀγωνιστικότητας.
Ἂς ἔχουμε τὰ βλέμματα τῶν ψυχῶν μας ἐστραμμένα πάντοτε πρὸς τὸν ἐν σπηλαίῳ γεννηθέντα καὶ ἐν φάτνῃ ἀνακλιθέντα Κύριο, καὶ ἂς τὸν παρακαλοῦμε μὲ θέρμη ψυχῆς γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ γιὰ τὴ δικαίωση τῶν ἀγώνων τοῦ λαοῦ μας, ὥστε σύντομα νὰ ἠχήσουν οἱ καμπάνες καὶ στοὺς σκλαβωμένους, σήμερα, ἱεροὺς ναούς μας.