Γράφει η
Κατερίνα Μαυροβουνιώτη, Φιλόλογος
Η ελευθερία και το αγωνιστικό ιδεώδες υπήρξαν ανέκαθεν δύο συστατικά στοιχεία που καθόριζαν την ελληνική φυλή. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν τα γεγονότα της εθνικής μας ιστορίας. Δυστυχώς, όμως αυτή η στάση ζωής δεν απαντιέται στις μέρες μας κατ΄ουσίαν παρά μόνο κατ΄εικόνα, φαινομενικά δηλαδή. Υπάρχει σαφέστατα η νομοθεσία, το Σύνταγμα της χώρας που κατοχυρώνει και εξασφαλίζει νομικά τα δικαιώματα του πολίτη. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να τιμήσει κάποιος την ιδιότητα του «πολίτη». Όταν πίσω από κάθε παραθυράκι του νόμου που υπηρετούν με ζηλευτή μαεστρία οι αντιπρόσωποι του νομικού συστήματος υπολανθάνει και μία εκτροπή από το νόμο, κυρίως σε ζητήματα ηθικού και πνευματικού χαρακτήρα, τότε, ο πολίτης απλά μετατρέπεται σε «υπήκοο», σε πειθήνιο όργανο του συστήματος. Ένα σύστημα που συντηρεί ο ίδιος κάθε φορά που φιμώνεται εκούσια, που δεν αντιδρά απέναντι στο άδικο, που δεν διεκδικεί.
Για να διεκδικήσει όμως κάποιος οτιδήποτε στη ζωή του πρέπει να έχει «εκπαιδευτεί» γι΄αυτό, να έχει γαλουχηθεί εξ΄απαλών ονύχων χωρίς να φοβάται για τις συνέπειες. Η σημερινή αντικειμενική πραγματικότητα παρουσιάζει μία χλιαρή εικόνα αντίδρασης του ατόμου. Οτιδήποτε δεν αφορά άμεσα το «πορτοφόλι» του, το σπίτι του, τον δικό του περίγυρο, τον αφήνει παγερά αδιάφορο. Γενικά, οτιδήποτε δεν αποφέρει καρπούς, χρήματα για την ακρίβεια με ρόλο «ανελκυστήρα» στον τραπεζικό του λογαριασμό δεν τον αφορά. Είναι σαν να έχει εμβολιαστεί, για να είμαι και επίκαιρη, με μία ένεση απάθειας, αβελτερίας που ενέχει σταδιακά υψηλό κίνδυνο!
Γιατί να συμβαίνει όμως αυτό στη σημερινή εποχή της ταχείας ενημέρωσης και της πληροφόρησης με κάθε είδους μέσο, καθώς το άτομο με αρωγό την τεχνολογία μπορεί να ενημερώνεται την ίδια στιγμή για κάθε είδους θέματα; Μήπως οι πνευματικοί ταγοί, τα ΜΜΕ δεν παίζουν ενεργό ρόλο; Μήπως το κοινό, ενώ έχει την ευκαιρία να εκφράσει τις ανησυχίες του, μέσα από το βήμα που του δίνεται από εκπομπές παντός τύπου και για κάθε μορφή του ανθρώπινου επιστητού, τελικά απλώς εκτίθεται, αποπροσανατολίζεται και σίγουρα δε δικαιώνεται; Μήπως το σχολείο ως θεσμός απέτυχε να επιτελέσει τον ρόλο του, την ανάπτυξη δηλαδή ενεργών πολιτών με κριτική σκέψη και ανθρωπιστική διάθεση; Τα παιδιά άλλα διδάσκονται και άλλα αντικρίζουν στην πράξη στην καθημερινότητά τους. Και καλώς τα διδάσκονται, γιατί είναι η ελπίδα αυτού του κόσμο!
Μήπως όμως η νομοθεσία δεν αρκεί απλώς να έχει ψηφιστεί, αποφασιστεί, αλλά και να εφαρμόζεται; Γιατί, όπως έλεγαν και οι Λατίνοι: «dura lex, sed lex». Που σημαίνει, σκληρός νόμος, αλλά νόμος. Σε ό,τι έχει να κάνει με τον Ελληνισμό τουλάχιστον, η ιστορία έχει να επιδείξει ότι η συσπείρωση και συνένωση του λαού επιτεύχθηκε μόνο στις περιπτώσεις που απειλήθηκε το ίδιο το γένος από εξωτερικούς κινδύνους. Σε περιόδους ειρήνης και εθνικής ευημερίας επιστρέφουμε ολοταχώς στον αλληλοσπαραγμό και τον στείρο ανταγωνισμό. Μόνο λοιπόν, όταν νιώθουμε ότι χάνουμε κάτι δικό μας, κάτι που μας ανήκει, μόνο τότε αντιδρούμε. Και αυτό δυστυχώς ξεπερνά σήμερα τα εθνικά σύνορα και φανερώνεται από το εξής οξύμωρο . Γίνονται παγκόσμια «καμπάνιες» για την προστασία του περιβάλλοντος, τα δικαιώματα των ζώων, τα δικαιώματα του παιδιού στις τριτοκοσμικές χώρες. Δημιουργούνται ιστότοποι για να τοποθετείται ο οποιοσδήποτε και να εκφράζει τη γνώμη του ανοιχτά με την ταχύτητα που παρέχει το διαδίκτυο, πορείες διαμαρτυρίας για την πείνα , κινήσεις των λεγόμενων ακτιβιστών. Και η κοινή γνώμη δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επικροτεί και να εγκωμιάζει τέτοιου είδους ενέργειες.
Την ίδια στιγμή όμως το άτομο-πολίτης σωπαίνει κάθε φορά που βλέπει τον γείτονά του να κακοποιεί το κατοικίδιό του εγκαταλείποντάς το για ώρες επί ωρών μόνο στο σπίτι, να πετάει τα σκουπίδια του έξω από τον κάδο απορριμμάτων του ή να αδειάζει τα σκουπίδια από το αυτοκίνητό του στο δρόμο, να κακοποιεί τα μέλη της οικογένειάς του ή να σπρώχνει το παιδί της διπλανής τάξης για να του πάρει τα χρήματα. Και το χειρότερο όλων είναι η κωλυσιεργία των αρμόδιων αρχών σε περίπτωση καταγγελίας και οι λανθασμένοι χειρισμοί τους, που εκθέτουν και υποδεικνύουν το άτομο που βρίσκει το θάρρος να καταγγείλλει στον καταγγελθέντα σαν να είναι ο μόνος που έχει πρόβλημα με μία κατάσταση, σαν να είναι ο ίδιος «φταίχτης». Έτσι, λοιπόν η κατάσταση διαιωνίζεται και οι λίγοι που αντιδρούν, που ενεργούν φυσιολογικά στην κατάφωρη αδικία, αναρωτιούνται αν χρειάζεται να ασχολούνται τόσο μ΄αυτά που βλέπουν, αν πρέπει να στρέφουν κι αυτοί το πρόσωπό τους, όταν βλέπουν ένα ατόπημα, μια αδικία.
Το χειρότερο είναι, όταν αυτή την πρακτική την υιοθετούν τα παιδιά, οι συνεχιστές αυτού του κόσμου, γιατί πολύ απλά βλέπουν να επικρατεί μία γενική αδράνεια και αβελτερία. Άρα, γιατί να μην μείνουν κι αυτά προστατευμένα στο περίβλημα του εφησυχασμού και της αβελτερίας; Δικαίωμα που τους παρέχει με τρομακτική ευκολία η σιωπή. « Κρύψε να περάσουμε», το μότο της σημερινής κυπριακής κοινωνίας ακόμη και εξόφθαλμα περιστατικά αδικίας και καταπάτησης δικαιωμάτων του συνανθρώπου μας. Αυτή την κοινωνία θέλουμε να αφήσουμε ως παρακαταθήκη στη νέα γενιά, στους ανθρώπους που μας εμπιστεύονται και τους ζητούμε να ακολουθήσουν το παράδειγμά μας; Απέναντι σ΄όλους αυτούς τους «ήσυχους» πολίτες έχω ν΄απαντήσω με το ποίημα «Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα…» (αν και αποδίδεται στον εμβληματικό Μπέρτολτ Μπρεχτ, ανήκει σε έναν Γερμανό πάστορα με το όνομα Martin Niemöller):
«Όταν οι ναζιστές ήρθαν για να πάρουν τους κομμουνιστές, σιώπησα επειδή δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν φυλάκισαν τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα γιατί δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές, σιώπησα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβαίους σιώπησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος
Όταν ήρθαν να συλλάβουν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί».
Για να υπάρχει λοιπόν κάποτε έστω και ένας άνθρωπος να σταθεί στο πλευρό μας, όταν η ανάγκη το καλεί, για να πλάσουμε ανθρώπους και όχι ανθρωποειδή, θα πρέπει όλοι εμείς που απαρτίζουμε την κοινωνία να ορθώνουμε το ανάστημά μας και να μιλούμε, να αντιδρούμε όχι για να αντιδρούμε, αλλά για να βελτιωνόμαστε και εμείς και οι γύρω μας. Από τα μικρά πράγματα, ξεκινώντας ο καθένας από τον μικρόκοσμό του, μπορεί να χτίσει τα μεγάλα και τρανά, όπως την πραγματική και όχι τη φαινομενική ελευθερία του πολίτη, όπως τη δημοκρατία. Άλλωστε, οι αλλαγές στο ρου της ιστορίας δεν έγιναν από ανθρώπους άτολμους και «ήσυχους», αλλά από θαρραλέους και ιδεολόγους!