Αναλογιζόμενη πολλές φορές ποιο θα θεωρούσα ως το πολυτιμότερο δώρο που θα μπορούσε να μου χαρίσει κάποιος εξόν ίσως της αγάπης του, καταλήγω τελευταία στην ίδια πάντα απάντηση. Τον χρόνο του!
Πολύ μεγάλη λέξη και πολύ μεγάλη υπόθεση ο χρόνος και κυρίως το πώς τον χρησιμοποιούμε. Αναλωνόμαστε άραγε όλοι εμείς οι σύγχρονοι πολίτες του κόσμου κυνηγώντας ένα άπιαστο όνειρο στην καθημερινότητά μας; Για άλλους μία προαγωγή που θα τους αναδείξει σε καταξιωμένους πολίτες, επιτυχημένους και επιφανείς με δόξα και τιμή! Για άλλους ένας «καλός» γάμος συνοδευόμενος από σπίτι με κήπο, κατοικίδιο και παιδιά , τρία στον αριθμό, ιδίως αν είναι πετυχημένος. Για άλλους η αναγνωρισιμότητα που θα αναδείξει την εικόνα τους και θα τους επιτρέψει να ξεχωρίσουν από το πλήθος. Για άλλους πάλι η ζωή είναι ένα ασυγκράτητο πάθος, όπου επιβεβλημένοι κανόνες και καθωσπρεπισμοί, συντηρητικές νόρμες και ¨πρέπει¨ δεν έχουν θέση. Και για άλλους πάλι είναι όλα τα πιο πάνω, πλάθοντας ένα μωσαϊκό με εμπειρίες και βιώματα τόσο διαφορετικά και συνάμα τόσο όμοια, αφού τελικά εμείς οι άνθρωποι ζώντας σε μία κοινωνία τυποποίησης και συμβιβασμών περισσότερα κοινά καταλήγουμε να έχουμε παρά διαφορές. Αυτό είναι μία διαπίστωση βέβαια στην οποία καταλήγουμε μετά από πολλές διαψεύσεις των προσδοκιών μας, πολλές ανατροπές στο όμορφο πλάνο που είχαμε ονειρευτεί όντες στην ανατολή της ζωής μας!
Κάπου στο μέσον λοιπόν της πορείας μας συχνά αναρωτιόμαστε, αν τα καταφέραμε, αν πετύχαμε να κάνουμε τους γονείς μας περήφανους που θυσιάστηκαν για μας για να μας δώσουν μόρφωση, αξίες και ιδανικά, αν είμαστε οι ιδανικοί φίλοι, οι ιδανικοί συνεργάτες, οι ιδανικοί σύντροφοι που θα μπορούσε να έχει κάποιος. Γενικά, αν πετύχαμε, αν κάναμε τη διαφορά. Τη διαφορά για ποιους όμως; Εδώ έγκειται και το μεγάλο ερώτημα. Η στιγμή της αλήθειας, της αναμέτρησης με τον εαυτό μας απ΄τον οποίο είναι πολύ δύσκολο να κρυφτούμε. Άξιζε στ΄αλήθεια τόσο άγχος, τόση ανασφάλεια πολλές φορές να φανούμε αντάξιοι των περιστάσεων, γενναίοι, δυνατοί, «βράχοι» ηθικής και αλύγιστοι στα κύματα της ζωής; Ερχόμενοι αντιμέτωποι με το είδωλό μας ξέρουμε ήδη την αλήθεια. Μια αλήθεια που βρίσκεται εκεί στα μύχια της ψυχής μας και μας αντικρίζει κοροϊδευτικά, όταν προσπαθούμε απεγνωσμένα να αποδράσουμε. Άξιζε άραγε, καθώς έγραψε κάποτε και ο μεγάλος ποιητής: ¨τόσος πόνος, τόση ζωή στην άβυσσο¨;
Για να μην φτάσουμε να κάνουμε τη θλιβερή διαπίστωση, καθώς εκείνος: ¨για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη¨ θα πρέπει να είμαστε προπάντων ειλικρινείς. Να κοιτάξουμε κατάματα τη ζωή, να ατενίσουμε με αισιοδοξία το μέλλον και να φροντίσουμε να αξιοποιήσουμε τον χρόνο που μας δίνεται ως δώρο, ακριβώς ως τέτοιο. Να τον αξιοποιήσουμε, όχι να αναλωνόμαστε για να είμαστε αρεστοί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα συμπεριφερόμαστε με αλαζονεία και φιλαυτία στους γύρω μας μόνο και μόνο για να μην κατηγορηθούμε ότι συμβιβαζόμαστε, ότι κατανέμουμε τη ζωή μας σε κουτάκια. Άλλωστε, είπαμε πως περισσότερο συνοδοιπόροι είμαστε σ΄αυτή τη ζωή, που σημαίνει ότι περισσότερα είναι αυτά που μας ενώνουν παρά μας χωρίζουν.
Ο χρόνος που φροντίζει για την ίασή μας λοιπόν από ατοπήματα και λάθη του παρελθόντος είναι στην πραγματικότητα φίλος και οδηγός μας. Ήταν πάντα εκεί, απλώς εμείς δεν το βλέπαμε. Δεν θέλαμε να το δούμε, γιατί ίσως ήταν πιο βολικό και λιγότερο επώδυνο.Τα τελευταία γεγονότα, θέλω να πιστεύω πως έκαναν όλους λιγότερο δύσπιστους και αγνώμονες. Ανακαλύπτουμε πως έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε πράξη όλα όσα κάνουν την καρδιά μας να σκιρτά, φέρνουν το χαμόγελο στα χείλη μας, μας κάνουν κατά τι καλύτερους ανθρώπους. Άλλωστε, και ο ίδιος ο ορισμός της λέξης άνθρωπος (άνω θρώσκω – κοιτάζω μπροστά) δεν αφήνει περιθώρια για μεμψιμοιρία και αναβλητικότητα.
Μας διδάσκει λοιπόν ο χρόνος πως η πνευματική και ψυχική μας χειραφέτηση μπορεί να πραγματωθεί μόνο αν εμείς το επιτρέψουμε. Εμείς είμαστε στην πραγματικότητα οι δεσμώτες του εαυτού μας. Η στιγμή που η παραδοχή θα γίνει πράξη, τότε, θα είμαστε πραγματικά έτοιμοι να ατενίσουμε αγέρωχα το μέλλον μας ¨σαν έτοιμοι από καιρό, σα θαρραλέοι¨. Τότε, θα ανακτήσουμε τις πνευματικές εκείνες δυνάμεις που τόσο πολύ έχουμε περιφρονήσει, γιατί θεωρούνται ήσσονος σημασίας σ΄έναν κόσμο υλιστικό και τεχνοκρατικό. Με το να λειτουργούμε αδιάλειπτα σαν ανθρωποειδή και όχι ως άνθρωποι, με το να επιφορτιζόμαστε με έγνοιες παράταιρες και ξένες κάθε άλλο παρά θωρακίζουμε το πνεύμα και την ψυχή μας. Γιατί η ψυχή μας διψάει για αγάπη, για φιλία, για σεβασμό, για αποδοχή. Διψάει τέλος για όλα εκείνα που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από όλα τα άλλα έμβια όντα.
Στο σημείο «μηδέν» που βρίσκεται ο πλανήτης μας σήμερα, ο χρόνος δεν θα πρέπει να θεωρείται χαμένος και κενός. Δεν θα πρέπει να μεμψιμοιρούμε και να αναμένουμε τη στιγμή της απελευθέρωσης από τα δεσμά μας. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, έλεγαν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι και κάτι περισσότερο θα ήξεραν από εμας. Τα δεσμά αυτά, έτσι, όπως τα βιώνουμε και τα νιώθουμε τώρα, ίσως να είναι η αρχή της συνειδητοποίησης για τα «κακώς κείμενα» του πρότερου «έντιμου» βίου μας. Ίσως να είναι η ευκαιρία που μας δίνεται να επανέλθουμε λίγο πιο σοφοί και πιο συνειδητοποιημένοι σ΄αυτό που ονομάζουμε αγώνα της ζωής. Κι επειδή ο άνθρωπος έχει την τάση να ξεχνά οτιδήποτε τον στεναχωρεί ή τον «ξεβολεύει», ας κρατήσουμε όλοι κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο σ΄αυτή τη ζωή. Το μόνο που είναι σίγουρο, είναι πως , ό,τι δίνουμε, παίρνουμε. Η σημερινή δοκιμασία λοιπόν ας είναι η οδός προς την ευδαιμονία και όχι τον ευδαιμονισμό!