Το χωριό Μεσόγη βρίσκεται στην επαρχία Πάφου στον κύριο δρόμο Πάφου – Πόλεως Χρυσοχούς.
Το χωριό είναι χτισμένο σε μια πλαγιά μιας χαμηλής λοφοσειράς με κλίση προς την πεδιάδα της Πάφου, με πανοραμική θέα προς τη θάλασσα.
Ο πληθυσμός της Μεσόγης ξεπερνά τους 1800 κατοίκους.
Α. Γεωγραφική Τοποθεσία
Το χωριό Μεσόγη βρίσκεται στην επαρχία Πάφου, τρία χιλιόμετρα στα βόρεια της ομώνυμης πρωτεύουσας, στον κύριο δρόμο Πάφου – Πόλεως Χρυσοχούς.
Για την προέλευση του ονόματος υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Ότι προέρχεται από το συγκεκομμένο Μεσαορία (Μεσ-όρη άρα Μεσόη), δηλαδή στο μέσο δυο βουνών ή ότι βρίσκεται στο μέσο δύο άλλων οικισμών (γη στο μέσο άρα Μεσόγη), της Τρεμιθούσας στα δυτικά και του Μέσα Χωριού στα ανατολικά. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο παρελθόν διοικητικό, συγκοινωνιακό και εκπαιδευτικό κέντρο των άλλων δυο. Μια έρευνά μου στους μεσαιωνικούς χάρτες της Κύπρου τείνει να δείξει ότι η Μεσόγη δεν υπήρχε ως οικισμός το Μεσαίωνα. Στη σημερινή περίπου θέση της, όμως, φαίνεται ότι υπήρχαν δύο οικισμοί με το όνομα Curia και Stefano, πιθανώς Άγιος Στέφανος. Πολύ πιθανό οι οικισμοί Curia (τοπωνύμιο Κουρκά) και Stefano να ήσαν φέουδα ή γεωργικοί οικισμοί στην εποχή της Ενετοκρατίας, οι οποίοι για κάποιους λόγους διαλύθηκαν ή καταστράφηκαν και στη θέση τους δημιουργήθηκε λίγο νοτιότερα ο οικισμός της Μεσόγης. Τούτο ενισχύεται και από μια πληροφορία ότι στα χρόνια της Ενετοκρατίας μεταφέρθηκαν Ενετοί της Συρίας στην Πάφο και πολύ πιθανό να ίδρυσαν τον οικισμό Curia (μήπως κατάλοιπα αυτών των Ενετών είναι και οι οικογένειες Φράγκων και Βενετσιάνων της Μεσόγης;)
Την υποψία για ύπαρξη του χωριού Μεσόγη στα χρόνια της Ενετοκρατίας διέλυσε η διαπίστωση ότι σε Ενετικό ανέκδοτο έγγραφο του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας που βρίσκεται στην κατοχή της ερευνήτριας Νάσας Παταπίου, αναγράφεται ότι σε καταγραφή του πληθυσμού της Κύπρου το 1560 μ. Χ. υπήρχε το χωριό Μessoghi με 18 Φραγκομάτους. Ως γνωστό οι Φραγκομάτοι ήταν οι λεγόμενοι απελεύθεροι που σε αντίθεση με τους πάροικους, που ήσαν δούλοι, είχαν μερικές ελευθερίες και δικαιώματα και σε αντιπαροχή έπρεπε να υπηρετούν στο στρατό. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι ο οικισμός Stafani είχε 53 Φραγκομάτους και ο οικισμός Curia 2 Φραγκομάτους.
Είναι γνωστό όμως, και αυτό μαρτυρείται και από συγχωριανούς που μίλησαν μαζί μου, ότι στα βόρεια αλλά και στα ανατολικά του χωριού, ιδιαίτερα κοντά σε κοιλάδες των ρυακιών, έχουν κατά καιρούς ανασκαφεί τάφοι διαφόρων προχριστιανικών εποχών που τεκμηριώνουν την ύπαρξη αρχαίων νεκροταφείων, άρα αρχαίων οικισμών. Από τους τάφους αυτούς πολλοί κάτοικοι ανέσυραν αμφορείς, άλλα πήλινα αγγεία, λίθινα εργαλεία και άλλα. Επειδή όμως δεν έγινε συστηματική ανασκαφή από το Τμήμα Αρχαιοτήτων δεν έχουν καταγραφεί επίσημα ως αρχαιολογικοί χώροι. Η περιορισμένη καταγραφή αρχαιολογικών χώρων, εκτός από το τοπωνύμιο Μνήματα στα νότια του χωριού, και η έλλειψη επιστημονικών ανασκαφών δεν μας βοηθούν στην οριοθέτηση της αρχικής χρονολογίας δημιουργίας του οικισμού.Αναφέρεται επίσης η επισήμανση υπογείων κατακομβών της προχριστιανικής περιόδου σε διάφορα σημεία του χωριού.
Β. Γεωλογία και Μορφολογία (Τοπογραφία)
Το χωριό είναι κτισμένο σε μια πλαγιά μιας χαμηλής λοφοσειράς με κλίση προς την πεδιάδα της Πάφου, με πανοραμική θέα προς τη θάλασσα. Στα βορειοανατολικά του χωριού το υψόμετρο φτάνει τα 500 μέτρα, ο οικισμός είναι κτισμένος στα 300 μέτρα, ενώ στις νοτιότερες άκρες του χωριού το υψόμετρο χαμηλώνει στα 140 μέτρα. Υπάρχει υπόνοια ότι στα αρχικά χρόνια το χωριό ήταν κτισμένο νοτιότερα, όπου βρέθηκαν κατάλοιπα νεκροταφείου και όπου υπάρχουν σχετικά τοπωνύμια και το «Κάτω Χωριό». Για ορισμένους λόγους, πιθανώς αμυντικούς, το χωριό μετακινήθηκε στα βόρεια στις πλαγιές του βουνού ώστε να αμύνεται καλύτερα σε περιπτώσεις επιδρομών. Αρκετούς αιώνες μετά (Αγγλοκρατία) το χωριό άρχισε πάλι να επεκτείνεται προς τα νότια πάνω ή πλησίον στο οδικό άξονα Κτήματος-Πόλεως Χρυσοχούς.
Ένας λόγος που επηρέασε τη γεωγραφική τοποθεσία του χωριού ήταν και η ύπαρξη φυσικών πηγών στα βόρεια η Μάνα του Νερού, οι Δκυόσμηδες (γνωστή και ως Πηγή του Κουρρομένου), ο Κάλαμος και το Μέγα Πηγάδι. Χαρακτηριστικό της ύπαρξης υπογείων υδάτων είναι και το υπόγειο σύστημα αλυσίδας πηγαδιών με τη μορφή υδραγωγείου που μετέφερε νερό από τη Μεσόγη στο Κτήμα. Στα νεότερα χρόνια το Κτήμα αγόρασε ακόμα μια πηγή νερού στην Κάτω Μεσόγη για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.
Από γεωλογική άποψη στην περιοχή του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του γεωλογικού σχηματισμού Λευκάρων που χαρακτηρίζονται από την παρουσία κρητίδων (κιμωλίας), από μάργες (άργιλους) και κερατόλιθους (σχιστόλιθους). Πλούσιες είναι επίσης οι εναποθέσεις του γεωλογικού σχηματισμού Πάχνας, που χαρακτηρίζονται επίσης από την παρουσία κρητίδων, μάργων αλλά και ψαμμιτών δηλαδή αμμόπετρες, της γνωστής πουρόπετρας. Υπάρχει επίσης παρουσία του γεωλογικού σχηματισμού Τέρρα που χαρακτηρίζεται από υφαλογενείς ασβεστόλιθους. Εμφανείς είναι επίσης οι προσχώσεις των αναβαθμίδων. Είναι φανερό ότι μερικά εκατομμύρια χρόνια πριν η περιοχή του χωριού ήταν βυθισμένη στη θάλασσα και ότι σταδιακά ανυψώθηκε προς τα πάνω από τεκτονικές κινήσεις που συρρίκνωσαν το στερεό φλοιό, άρα και το βυθό της θάλασσας, και σχημάτισαν την οροσειρά στα βόρεια του χωριού. Η δράση των φυσικών και χημικών παραγόντων (νερό της βροχής, άνεμος, ρυάκια) διέβρωσαν τα πετρώματα και μέσα από τα χρόνια μας έδωσαν το σημερινό τοπίο της περιοχής. Η γεωλογική σύνθεση της περιοχής (ασβεστόλιθοι, ψαμμίτες) εξηγεί και την ύπαρξη λατομείων για πουρόπετρα ως οικοδομικό υλικό, ασβεστοκάμινων στα βόρεια ορεινά, αλλά και των φυσικών πηγών. Πάνω σ’ αυτά τα πετρώματα και με τη διαβρωτική ενέργεια του κλίματος και του νερού αναπτύχθηκαν κυρίως φτωχά ασβεστούχα εδάφη, τέρρα ρόζα (κοκκινοχώματα πάνω σε χαβάρες), ρετζίνες και μερικά αργιλλώδη (βαρειά) εδάφη, γνωστά ως Γάραοι».
Το τοπίο της περιοχής χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη εποχιακών ρυακιών που το διαμελίζουν από τα βόρεια και ανατολικά προς τα νότια όπου χύνονται στη θάλασσα της Πάφου.(Αργάκι των Βρυσουθκιών που αποτελεί στα νότια επέκταση του Κάλαμου, Αργάκι Σταύλισμα (Λεστός) στα δυτικά, Αργάκι Γάρσος που αποτελεί τη νότια του αργακιού Κλοκκάρκα και του Αγίου Δημήτρη στα βόρεια και Αργάκι Μάνα του Νερού στα ανατολικά. Άλλα τοπωνύμια του χωριού είναι τα Πόμπελα, Κονιζερή, Δρυς του Κτωρή, Δκυόσμηδες, Κουρκά (νότια της Τσάδας), Λαονάριν, Κάλαμος, Αγία Μαρίνα, Καμένα, Αετόβουνος(Ατόβουνος), Σιηλάες, Άγιος Δημητριανός, Κλοκκάρκα, Μάντρες, Γάραοι, Δεσπότενα, Πλαντάες, Κλάτσενα, Σπήλιος του Όξινου, Τέρατσος και άλλα. Η Μεσόγη δέχεται μια ετήσια βροχόπτωση που κυμαίνεται γύρω στα 540 χιλιοστόμετρα. Το κλίμα είναι ήπιο, μεσογειακό, ξηρό και υγιεινό.
Γ. Πληθυσμός- Ασχολίες
Ο πληθυσμός του χωριού παρουσιάζει μια σημαντική αύξηση από το 1881, που έγινε η πρώτη επίσημη απογραφή του νησιού, μέχρι σήμερα. Το 1881, οι κάτοικοι ήσαν 248, το1901 έφτασαν τους 355, το 1931 τους 439, το 1948 τους 546, το 1976 τους 640, τους 752 το 1982 και σήμερα, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης της βιομηχανικής και της εμπορικής ζώνης, αλλά και της οικοδομικής δραστηριότητας στα νότια του χωριού, ο πληθυσμός ξεπερνά τους 1800 κατοίκους.
Στα παλιά χρόνια το χωριό ήταν καθαρά γεωργικό. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Καλλιεργούσαν αμυγδαλιές, χαρουπιές, ελιές, εσπεριδοειδή, λαχανικά (πατάτες, ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια), φρούτα (καρπούζια, μπανάνες), λίγα φρουτόδεντρα και όσπρια. Μια εξειδικευμένη καλλιέργεια του χωριού ήταν το κάνναβι για την παραγωγή σχοινιού, καθώς και η εκμετάλλευση των τρεμιθιών από τους αυτοφυείς τρέμιθους που ανθούσαν στο χωριό.
Η κτηνοτροφία ήταν πάντα περιορισμένη. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 1985 (για το οποίο υπάρχουν στοιχεία) στο χωριό εκτρέφονταν 87 πρόβατα, 40 κατσίκες, 33 αγελάδες, 46 χοίροι και 4617 πουλερικά. Στα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν στην περιοχή του χωριού σύγχρονες πτηνοτροφικές μονάδες. Το χωριό γενικά έχει περιορισμένη εύφορη καλλιεργήσιμη έκταση γι’ αυτό και αρκετοί κάτοικοι του χωριού εργάζονται στα εμπορικά καταστήματα αλλά και στην τουριστική βιομηχανία της Πάφου. Υπήρχαν επίσης αρκετοί τεχνίτες και επαγγελματίες (μαραγκοί, παπουτσήδες, ράφτες, κτίστες κλπ).
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανεργία που δημιουργήθηκε μετά την επιστροφή των αποστράτων, αρκετοί κάτοικοι της Μεσόγης εργάζονταν στα μεταλλεία του Αμιάντου και της Καλαβασού. Στο χωριό αναπτύχθηκαν επίσης στα περασμένα χρόνια τοπικές βιοτεχνίες και χειροτεχνίες . Σπουδαιότερες από αυτές είναι η καλαθοπλεκτική (που συνεχίζεται σε περιορισμένο βαθμό μέχρι την εποχή μας) και η σχοινοπλεκτική. Τα σχοινιά κατασκευάζονταν από ίνες του κανναβιού που καλλιεργείτο συστηματικά στα περβόλια του χωριού που αρδεύονταν από το νερό της Μάνας του Νερού.
Καλαθοπλεκτική
Γυναίκες του χωριού ασχολούνται επίσης με την υφαντική (σε βούφες) και την κεντητική. Σε λιγότερο βαθμό παραγόταν επίσης σάρωθρα και σκαμνιά από αναθρήκες που αφθονούν αυτοφυείς στην περιοχή του χωριού. Στην περιοχή του χωριού υπάρχουν οι παλιές εκκλησίες της Παναγίας της Ελεούσας ή Χρυσομεσογιώτισσας που βρίσκεται στο Κάτω Χωριό (πράγμα που βεβαιώνει ότι το παλιό χωριό παλαιά ήταν κτισμένο νοτιότερα – Κάτω Χωριό και τα παρεκκλήσια της Αγίας Ελένης, της Φανερωμένης, της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Επιφανείου στα βόρεια. Πρόσφατα έχει κτισθεί ο επιφανής και μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Βαρνάβα.