Σήμερα, στην Κύπρο ξερολιθιές διασώζονται σε μεγαλύτερο βαθμό στις ορεινές (Πιτσιλιά, Σολέα, Μαραθάσα) και ημιορεινές περιοχές (κρασοχώρια Λεμεσού, οικισμοί Ακάμα) και σε μικρότερο στις πεδινές (Κάμπος Μεσαορίας, οικισμοί Λάρνακας) και τα παράλια.
Tην εγγραφή της Τέχνης της Ξερολιθιάς στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ενέκρινε η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003) στην 13η ετήσια συνεδρία της (Πορ-Λουί, Δημοκρατία του Μαυρίκιου, 26 Νοεμβρίου – 1η Δεκεμβρίου 2018), με βάση τον πλήρη φάκελο υποψηφιότητας που υπέβαλε η Κύπρος, σε συνεργασία με τη Γαλλία, την Ελβετία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Κροατία και τη Σλοβενία.
Την Κύπρο στη συνάντηση εκπροσωπούν η Δρ Άγγελ Νικολάου-Κονναρή και η Δρ Ευφροσύνη Ριζοπούλου – Ηγουμενίδου, εμπειρογνώμονες για θέματα Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, και η Αναπληρώτρια Μόνιμη Αντιπρόσωπος της Κύπρου στην UNESCO, κα Φωτεινή Παναγή.
Η τέχνη της ξερολιθιάς αναφέρεται στην κατασκευή κτισμάτων με λίθους χωρίς κανένα συνδετικό κονίαμα (εν ξηρώ). Οι ξερολιθικές κατασκευές είναι άλλοτε έντονα ορατές, όπως εκτεταμένα εντυπωσιακά σύνολα βαθμιδωτών καλλιεργειών (δόμες), και άλλοτε διακριτικές και ταπεινές, όπως γεωργοκτηνοτροφικής χρήσης κτίσματα. Η τέχνη της ξερολιθιάς συνδέεται με έθιμα και πρακτικές που σχετίζονται με την παραδοσιακή οργάνωση του αγροτικού κυρίως χώρου, με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε περιοχής (ορεινής, ημιορεινής, παράλιας) και με τη λειτουργία της κατασκευής.
Η γνώση για την τέχνη της ξερολιθιάς μεταβιβάζεται με τρόπο προφορικό από γενιά σε γενιά, παράλληλα με την πρακτική της εφαρμογή στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε τόπου. Η μετάδοση των τεχνικών διαμόρφωσης και αξιοποίησης του αγροτικού χώρου γίνεται κατά τη διάρκεια των αγροτικών εργασιών, στις οποίες μετέχουν τα περισσότερα (νεαρά και ηλικιωμένα) μέλη της κοινότητας.
Η διαδικασία εκμάθησης της τέχνης της ξερολιθιάς σχετίζεται με το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινωνία, ενώ ταυτοχρόνως εκφράζει την οικογενειακή αλληλεγγύη και την παράδοση. Σήμερα, στην Κύπρο ξερολιθιές διασώζονται σε μεγαλύτερο βαθμό στις ορεινές (Πιτσιλιά, Σολέα, Μαραθάσα) και ημιορεινές περιοχές (κρασοχώρια Λεμεσού, οικισμοί Ακάμα) και σε μικρότερο στις πεδινές (Κάμπος Μεσαορίας, οικισμοί Λάρνακας) και τα παράλια.
Πρόκειται για την τέταρτη εγγραφή της Κύπρου στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, μετά το Λευκαρίτικο Κέντημα (2009), τα Τσιαττιστά (2011) και τη Μεσογειακή Διατροφή (2013). Η Κύπρος μαζί με την Ελλάδα έχουν επίσης υποβάλει την υποψηφιότητα του στοιχείου «Βυζαντινή Μουσική – Ψαλτική» για εγγραφή στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο, η οποία θα εξεταστεί το 2019. Ο Αντιπροσωπευτικός Κατάλογος για την ΑΠΚ της UNESCO δημιουργήθηκε από τον Οργανισμό με στόχο τη διάδοση και διατήρησή της, την καλύτερη επίγνωση της σημασίας της και την ενθάρρυνση του διαλόγου με σεβασμό στην πολιτισμική πολυμορφία.
Μετά από πρόταση των ενδιαφερομένων κρατών-μελών και με βάση αυστηρά κριτήρια, στον Κατάλογο εντάσσονται αντιπροσωπευτικά στοιχεία της ΑΠΚ της ανθρωπότητας.
Από το Πορ-Λουί της Δημοκρατίας του Μαυρίκιου, η Δρ Νικολάου-Κονναρή μετέφερε ιδιαίτερα ικανοποιημένη τις διθυραμβικές κριτικές του Σώματος Αξιολόγησης (Evaluation Body) για την ποιοτική τεκμηρίωση του πολυεθνικού φακέλου υποψηφιότητας, που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία και συντονιστικό ρόλο της Κύπρου (Κυπριακή Εθνική Επιτροπή UNESCO) και της Ελλάδας (Διεύθυνση Νεότερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς).
Η διαδικασία ετοιμασίας, υποβολής και αξιολόγησης της αίτησης διήρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια. Στον χαιρετισμό της προς τη Διακυβερνητική Επιτροπή, η κα Κονναρή τόνισε την εξαιρετικά γόνιμη συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων κρατών, ιδιαίτερα μεταξύ των συντονιστριών χωρών, Κύπρου και Ελλάδος. Αναφέρθηκε, ακόμη, στη σημαντική συμβολή της αρχιτέκτονα και μηχανικού περιβάλλοντος Αντωνίας Θεοδοσίου και της αρχιτέκτονα μηχανικού Αναστασίας Πήττα για την ετοιμασία του φακέλου εγγραφής της ξερολιθιάς στον Εθνικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 2015 καθώς και για την πραγματοποίηση εργαστηρίων και συνεδρίων με θέμα τη διάσωση παραδοσιακών ξερολιθιών της Κύπρου.
Η Δρ Ευφροσύνη Ριζοπούλου – Ηγουμενίδου αναφέρει ότι «είναι εξαιρετικά σημαντική η συμπερίληψή του στοιχείου το 2018 στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο, εφόσον την τέχνη αυτή η Κύπρος τη μοιράζεται και με άλλες χώρες, συμβάλλοντας σε μια κοινή προσπάθεια διατήρησης και συνέχισής της. Ως αποτέλεσμα διαλόγου του ανθρώπου με το περιβάλλον, και αμφίδρομης επίδρασης, το στοιχείο αυτό έχει ενσωματωθεί στο φυσικό τοπίο και έχει αποτυπωθεί ως ιστορικό τοπίο σε πολλές περιοχές του νησιού, ειδικότερα στην περιοχή των κρασοχωριών Λεμεσού και Πάφου. Οι εκτεινόμενες σε μήκος χιλιομέτρων δόμες, συγκρατούν το χώμα των αμπελιών με την απαραίτητη υγρασία, εμποδίζοντας τη διάβρωσή του.
Ταυτόχρονα δημιουργούν ένα ιδιότυπο ζωντανό βιότοπο. Τη σημασία τους για την αμπελοκαλλιέργεια μαρτυρούν τα λόγια που απευθύνει το ίδιο το αμπέλι στον καλλιεργητή του, σύμφωνα με την κυπριακή παροιμία, Κάμε μου τοίχο να σε κάμω τοίχο, δηλαδή ισχυρό οικονομικά».