Σε ένα κόσμο όπου όλα τα απαραίτητα πράγματα ήταν έργα των ανθρωπίνων χεριών σε μεταφέρει το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης του Ζωολογικού Κήπου Πάφου στην Πέγεια .
Έχοντας χάσει πια την πρακτική χρήση τους, τα έργα αυτά βρήκαν την θέση τους σε μουσεία, ως είδη λαϊκής τέχνης. Η συλλογή του Μουσείου οφείλει την δημιουργία της στο μεράκι και την επίμονη αναζήτηση του ιδιοκτήτη της Χρίστου Χριστοφόρου , ο οποίος από το 1980 μέχρι σήμερα συλλέγει είδη λαϊκής τέχνης.
Σε δηλώσεις του στο “T” ο κ. Χριστοφόρου ανέφερε πως το Μουσείο περιλαμβάνει σχεδόν όλα τα είδη της καθημερινής ζωής, κυρίως του αγροτικού κόσμου της Κύπρου όπως γεωργικά εργαλεία που συνδέονται με τις παραδοσιακές καλλιέργειες του σιταριού, της ελιάς , του αμπελιού. Είδη ιπποσκευής όπως σαμάρια , χαλινάρια , αναβατήρες καθώς και προβιομηχανικές εγκαταστάσεις για την παραγωγή λαδιού , ζιβανίας και τα λοιπά.
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης του Ζωολογικού Κήπου φιλοξενεί ακόμη είπε, εργαλεία παραδοσιακών τεχνών, όπως του τσαγκάρη, του μαραγκού, του σιδερά, του χαλκωματά, του πεταλωτή, του χρυσοχόου , του αγγειοπλάστη , τεχνιτών που τα έργα τους εξυπηρετούσαν τις βασικές ανάγκες στην εργασία και την οικογένεια.
Ανάμεσα στις τέχνες ξεχωρίζει – όπως είπε – η τέχνη της υφάντρας , η οποία ύφαινε στον αργαλειό όλα τα είδη ένδυσης και οικιακού ρουχισμού.
Επίσης φιλοξενεί είδη οικιακού εξοπλισμού, όπως χάλκικα και πήλινα μαγειρικά σκεύη , ξύλινα έπιπλα και σύνεργα ζυμώματος καλάθια, γυάλινες λάμπες φωτισμού και μυροδοχεία για ροδόσταγμα, υφαντά είδη ρουχισμού, αποθηκευτικά και επιτραπέζια σκεύη , διακοσμητικά είδη, καθώς και καπνιστήρια για την αποτροπή του κακού.
Σύμφωνα με τον κ. Χριστοφόρου τα είδη αυτά φωτίζουν διαφορετικές πτυχές της καθημερινής ζωής , προσφέροντας ένα πανόραμα του τρόπου ζωής αγροτών, κτηνοτρόφων και χειροτεχνών , σε μια κοινωνία οικονομικής αυτάρκειας στην οποία οι άνθρωποι παρήγαν οι ίδιοι σχεδόν όλα τα είδη που κατανάλωναν.
Επεσήμανε επίσης πως μέσα από τα εκθέματα προβάλλουν εντονότερα, χάρη στην ποσότητα και ποιότητα των ειδών που τις εκπροσωπούν, οι τέχνες της υφαντικής , της ξυλογλυπτικής, της αργυροχρυσοχοίας και της αγγειοπλαστικής. Παράλληλα με τα είδη τοπικής κατασκευής, εκτίθενται έργα λαϊκής τέχνης της Ελλάδας – όπως σημείωσε- καθώς και γειτονικών με την Κύπρο περιοχών , προσφέροντας στον επισκέπτη εικόνα της παραδοσιακής καλλιτεχνικής δημιουργίας του ευρύτερου χώρου.
Ερωτηθείς για την μεταλλοτεχνία ο κ. Χριστοφόρου είπε πως η τέχνη αυτή με τους διάφορους κλάδους της υπηρέτησε την παραδοσιακή κοινωνία, τροφοδοτώντας την με εργαλεία και σκεύη καθημερινής χρήσης.
Τα έργα του σιδηρουργού , όπως δρεπάνια, κουδούνια, ζυγαριές , μαχαίρια κλπ. καθώς και τα μαγειρικά και άλλα σκεύη του χαλκωματά, που αποτελούσαν μέρος της προίκας, κατέχουν σημαντική θέση στο Μουσείο, προβάλλοντας την αρμονική σχέση τέχνης και τεχνικής, όπως είπε.
Πρόσθεσε μάλιστα, πως εκλεκτά αργυρά σκεύη κοσμικής χρήσης και κοσμήματα, αντιπροσωπεύουν επάξια τη διαχρονική αναπτυγμένη στην Κύπρο τέχνη της αργυροχρυσοχοίας.
Από τα σκεύη συνέχισε, ξεχωρίζουν μερρέχες και καπνιστήρια, διακοσμητικά χανάπια και κούππες ασημένια κουταλάκια και πηρουνάκια για το σερβίρισμα των γλυκών στους επισκέπτες.
Ο κ. Χριστοφόρου χαρακτήρισε ως ιδιαίτερα αξιόλογη την συλλογή από πόρπες ζωνών και ζώνες του 19ου αιώνα, με πλούτο σχεδίων , τεχνικών κατασκευής υλικών και μοτίβων. Οι πόρπες ακόμη( πούκλες) ως αναπόσπαστο μέρος των γυναικείων ενδυμασιών είπε π ως καταργήθηκαν μαζί με αυτές αποτελώντας πλέον μουσειακά είδη.
Ακολούθως αναφέρθηκε και στην ξυλογλυπτική όπου στα ξυλόγλυπτα του Μουσείου αντιπροσωπεύονται και οι δύο κυριότεροι τοπικοί ρυθμοί που δημιούργησαν παράδοση στο νησί της Λαπήθου με βαθύ ανάγλυφο και της Ακανθούς με ξυλόγλυπτο και ζωγραφικό διάκοσμο σε ζωηρά χρώματα.
Σε σχέση με την υφαντική είπε πως από τα υφαντά του Μουσείου ξεχωρίζουν τα φυθκιώτικα, που πήραν το όνομα τους από το χωριό Φύτη, κύριο κέντρο παραγωγής τους. Χαρακτηριστικό τους συνέχισε, είναι η πολυχρωμία και η ποικιλία συνδυασμών των μοτίβων τα οποία κεντιούνται με το χέρι κατά τη διάρκεια της ύφανσης στον αργαλειό.
Καταλήγοντας είπε μάλιστα πως πλουσιότερη ίσως η μεγαλύτερη στην Κύπρο είναι η συλλογή εισηγμένων εφυαλωμένων αγγείων τύπου Τσανάκ Καλέ , όπως ονομάστηκαν από την κοιτίδα κατασκευής τους, την ομώνυμη πόλη των Δαρδανελλίων. Στα δείγματα του Μουσείου περιγράφεται, όλη η εξέλιξη της τσανακαλιώτικης κεραμικής, κατέληξε.