Ο Γεώργιος Γαβριήλ Στενιώτης εξιστορεί τα όσα διαδραματίστηκαν με τους συναγωνιστές του στον αγώνα.
Χαράλαμπος Καλαΐτζής: Ομηρική σύγκρουση του ανθρώπου που πολέμησε για τη τιμή του μέσα στο σπίτι του
Στις μαύρες ώρες του αγωνιώδους προβληματισμού του 1974, όταν η επελαύνουσα βαρβαρική λαίλαπα σάρωνε την ανυπεράσπιστη και καθημαγμένη πατρίδα, σκλάβωνε τις πολιτείες και τα χωριά μας, έσφαζε και ατίμαζε και απειλούσε προέλαση για κατάκτηση ολόκληρου του νησιού, με πρωτοσέλιδα άρθρα υπεστήριξα πως μόνο εμείς, οι Έλληνες της Κύπρου, οφείλαμε να δώσουμε τη μάχη της τιμής και της λευτεριάς μας. Πρόβαλα τη σκέψη πως είχαμε υπέρτατο χρέος να πάρουμε τα όπλα, να οχυρωθούμε στα σπίτια μας, να τα μετατρέψουμε σε κάστρα και να αντισταθούμε για τη τιμή μας και την ανθρωπιά μας. Έχοντας δίπλα μας, μέσα στα σπίτια μας, τις οικογένειες μας. Να πολεμήσουμε μπροστά στα μάτια των γερόντων γονιών , των γυναικών, των παιδιών μας, Όπως οι Έλληνες στη Σαλαμίνα το 480 π.Χ. Όταν καταναυμάχησαν τον Ασιάτη εισβολέα στην ατμόσφαιρα που δονούσαν οι ιαχές των αμάχων, γερόντων, γυναικών και παιδιών, που ο Θεμιστοκλής μετέφερε στο νησί της Σαλαμίνας, σ’ ελάχιστη απόσταση από τα θαλάσσια στενά της μεγαλύτερης ίσως ναυμαχίας των αιώνων. Γιατί σα μπαίνεις στον πόλεμο σε τέτοια ψυχολογική ατμόσφαιρα, με την απόφαση προδιαγράφεις την εξέλιξη και την έκβαση της μάχης. Δεν έχει άλλη επιλογή εκτός από τη νίκη.
Τέτοιες ήταν οι συνθήκες μέσα από τις οποίες αποθεώθηκε ο Χαράλαμπος Καλαΐτζής, στο σπίτι του στον Κάθηκα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 13ης Σεπτεμβρίου 1958.
Είχε διακηρύξει πως ουδέποτε θα δεχόταν να τον συλλάβουν, να τον κακοποιήσουν, να τον εξευτελίσουν οι Εγγλέζοι.
Παράξενη, σπάνια για την εποχή μας, ομηρική λεβεντιά και περηφάνεια. Αξιοθαύμαστος ανδρισμό στην πιο μεγάλη μεγαλειώδη έμπρακτη έκφρασή του.
Τον ξύπνησε η γυναίκα του σαν άκουσε να το χωριό να κλαίει σπαρακτικά, να φωνάζει ανυπεράσπιστο, να βογκά από τα βασανιστήρια των μαινόμενων «χαϊλάντερς» που κυριαρχημένοι από απάνθρωπη εκδικητική μανία είσβαλαν στο χωριό απλώνοντας σάβανα τρόμου και φρίκης.
Χαρακτηριστική των όσων διαδραματίστηκαν η πληροφορίες πως 200 περίπου πρόσωπα μεταφέρθηκαν στην Πάφο για νοσηλεία.
Τον Χαράλαμπο Καλαΐτζή, φαίνεται πως τον γύρευαν. Μούνταραν στο σπίτι του, να τον συλλάβουν, να τον εξευτελίσουν. Αρνήθηκε υποταγή. Αντιστάθηκε και άρχισε να πολεμά με τις γροθιές του τους οπλισμένους εισβολείς.
Μια στιγμή, στο φως της λάμπας του πετρελαίου, είδε ένα μαχαίρι στο τραπέζι. Το άρπαξε και μπήκε στην επίθεση. Στη συμπλοκή έπεσαν δυο, τραυματίστηκε άλλος. Και ο τελευταίος το ‘βαλε στα πόδια.
Η γυναίκα έμεινε άφωνη. Τα παιδιά βλέπαν τη μάχη έντρομα. Η σύγκρουση συνεχίστηκε στην αυλή. Κατέφθασαν ενισχύσεις. Ο Χαράλαμπος Καλαΐτζήςδρασκέλισε ένα τοίχο. Δεν κρατούσε όπλο. Τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια της γυναίκας του και των εφτά παιδιών του, υπερασπίζοντας το οικογενειακό του άσυλο, το σπίτι του, τη τιμή του κα την ανθρωπιά του. Θυσιάστηκε στο βωμό της λεβεντιάς του.
Ίσως η «μόδα» του λεγόμενου ρεαλισμού που είχε συνεπάρει κάποιος στην εποχή μας, να προκαλεί ειρωνική σύσπαση σε μερικά πρόσωπα. Ίσωςακόμα κάποιοι να μη σκέφτονται πως ο ήρωας της 13ηςΣεπτεμβρίου 1956, ήταν κυριαρχημένος από την έπαρση ενός ακατανοήτου, για τους ίδιους, ρομαντισμού που οδήγησε στο χαμό ενός οικογενειάρχη και στην ορφάνια την γυναίκα του και τα παιδιά του. Μπορεί ακόμα να σχολιάσουν χλευαστικά κάποιοι ρεαλιστές τη θυσία του περήφανου Καθικιώτη. Στην ιστορία, όμως, της ανθρωπότητας, στην ιστορία των μεγάλων απελευθερωτικών και κοινωνικών αγώνων, οι Καλαΐτζήδες είναι πάντα δικαιωμένοι. Είναι θεμελιωτές του κόσμου. Οι Άτλαντες που κρατούν στους ώμους τους το φιλότιμο ενός κόσμου. Και ξεπροβάλλουν μέσ’ τη διαδρομή των αιώνων ινδάλματα και υποδείγματα βίου. ‘Άλλωστε τα παιδιά του Χαράλαμπου Καλαΐτζή ναι μεν πόνεσαν και πένθησαν, αλλά δεν είδαν τον πατέρα τους να κύπτει τον αυχένα και να ατιμάζεται. Πορεύτηκαν μεσ’ τη ζωή, βρήκαν το δρόμο τους και περπατούν με το κεφάλι ψηλά. Περήφανα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση από την περηφάνεια που αισθάνεται άνθρωπος για κείνους που τον γέννησαν. Και ούτε μεγαλύτερο μαρτύριο από τη ντροπή που βασανίζει κάποιο για τους γονιούς του.
Για αυτό έστησαν οι Καθικιώτες την προτομή του ήρωα να ανυψώνεται στους αιώνες μαρμαρωμένο σύμβολο για τους επερχόμενους.
Μονομάχησε και έπεσε μπροστά στα 7 παιδιά του
Τα φοβερά γεγονότα στον Κάθικα της Πάφου σηματοδοτήθηκαν ευθύς μετά την ενέδρα της Γιόλου. Ο Διγενής είχε καταγγείλει την εκεχειρία στις 8 Σεπτεμβρίου 1958 , μετά τις αλλεπάλληλες παραβιάσεις τους από τους Άγγλους και τους Τούρκους και η ΕΟΚΑ άρχισε δράση με σκοπό απλά αντίποινα. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1958, αντάρτικη ομάδα έστησε ενέδρα στη Γιόλου. Την πρώτη νύχτα δε χτυπήθηκαν οι στόχοι γιατί κινούνταν αντίθετα από το σχέδιο που αποφασίστηκε. Οι αντάρτες χτύπησαν την επόμενη νύχτα, 13 Σεπτεμβρίου 1958.
Στην ενέδρα πήραν μέρος: Σάββας Παπαευσταυθίου, Λοΐζος Ζαχαρία, Σάββας και Ανδρέας Χριστοφή, Γεώργιος Στενιώτης, Α. Κωμοδρόμος και Ιάκωβος Χαραλαμπίδης. Ήταν οπλισμένοι με 3 αυτόματα Μ3, 2 αραβίδες, 2 κυνηγετικά και 1 χειροβομβίδα. Χρησιμοποιήσαν 37 σφαίρες αυτομάτων, 10 σφαίρες αραβίδων και 4 κυνηγετικών.
Το πυρ διήρκησε 1-2 λεπτά και στόχος ήταν Αγγλικό αυτοκίνητο. Λέχθηκε πως σκοτώθηκε ένα στρατιώτης και άλλος τραυματίστηκε. Υπάρχουν όμως πληροφορίες για περισσότερα θύματα.
Οι αντάρτες αποχώρησαν προς τη Σίμου. Ευθύς μετά Σκωτσέζοι στρατιώτες όρμησαν στα χωριά Κάθικας και Θελέτρα και επιδόθηκαν σε βαρβαρικές φρικαλεότητες. Εισέβαλαν στα σπίτια, συλλάμβαναν άνδρες, τους κακοποιούσαν βάναυσα, άπλωσαν τον τρόμο για 3 μέρες και 3 νύχτες. Τραυμάτισαν δεκάδες ανθρώπων. Βασάνισαν ομαδικά ακόμα και Πολιτικούς Κρατούμενους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Πολεμίου.
Σε τέτοια ατμόσφαιρα έγινε η Ομηρική σύγκρουση στο σπίτι του Χαράλαμπου Καλαΐτζή. Τα γεγονότα περιγράφουν η σύζυγος του, η μεγάλη του κόρηκαι μετέπειτα γαμπρός του Γεώργιος Στενιώτης, που αντάρτης τότε πήρε μέρος στην ενέδρα της Γιόλου.
Γεώργιος Γ. Στενιώτης:
Θα πάρω δυο λόγια από το έργο «Οδύσσεια» του μεγάλου λογοτέχνη Ν. Καζαντζάκη για να υμνήσω δυο από τα αθάνατα και δοξασμένα παιδιά της Κύπρου μας. «Κρασί δεν είναι αδέλφια η λευτεριά, μήτε γλυκιά γυναίκα, μήτε και βιός μες τα κελάρια σας, μήτε και γιος στην κούνια. Έρμο τραγούδι είναι ακατάδεκτο και σβήνει στον αγέρα. Πιέστε της Άρνας το γλυφό νερό να καθαρίσει να καθαρίσει ο νους σας. Ξαλησμονήσετε τα φαρμάκια σας και τ’ άτιμα συμφέρα, τα σπλάχνα σας να γίνου σα μωρού παρθένα, άνεγνοια, αφράτα. Ανθίστε έριξα μυαλά να ’ρθει το αηδόνι να λαλήσει.
Αυτά τα λόγια έγραψε στο βιβλίο του «Οδύσσεια» ο μεγάλος λογοτέχνης Ν. Καζαντζάκης και τ’ άφησε ως ιερά παρακαταθήκη στα αδέλφια του τους Έλληνες αλλά και σε όλους τους λαούς που ζητούν τη λευτεριά τους.
Ο αγώνας τους:
Έτσι αποφάσισαν και το 1955 οι Έλληνες της Κύπρου. Άφησαν κατά μέρος τα φαρμάκια τους και τ’ άτιμα συμφέρα και ενωμένοι σα μια ψυχή διεξήγαγαν τον τιτάνιο, τρισένδοξο και ανεπανάληπτο εκείνο αγώνα στο καμίνι της δοκιμασίας και έφτασαν στο σημείο που ζήλευε ο ένας τον άλλον για το ποιος θα παλέψει πρώτος με το χάρο. Σέρνονταν στα κρατητήρια και κλείνονταν στις φυλακές και ανέβαιναν στις αγχόνες και πέφτανε στη φωτιά της μάχης περήφανοι και χαμογελαστοί.
Παραδείγματα άφθαστου ηρωισμού έδωσαν πολλά οι δοξασμένοι ήρωες μας. Ανάμεσα σε αυτούς και είναι και οι Χαράλαμπος Καλαϊτζής και Ιάκωβος Χριστοδουλίδης. Μαζί με την ευγνωμοσύνη μας για την εθνική τους προσφορά αντί για μνημόσυνο θα αναφέρω δυο λόγια για να θυμίζουμε σε ολόκληρη τον Κυπριακό Ελληνισμό ποιοι ήταν και πως έζησαν οι ήρωες αυτοί.
Γύρω στα μεσάνυχτα, οι Άγγλοι οπλισμένοι σαν αστακοί περικύκλωσαν την οικία του Χαράλαμπου Καλαΐτζή στον Κάθικα, όρμησαν μέσα σαν μανιασμένοι λύκοι για να τον συλλάβουν. Ο Καλαϊτζής αμύνεται με ένα πρόχειρο μαχαίρι που βρήκε στην κουζίνα.
Και όπως μας αφηγείται η σύζυγος του Καλαϊτζή, άρχισε τότε μια άγρια πάλη ανάμεσα στους οπλισμένους στρατιώτες και στον άνδρα της. Τρεις από τους στρατιώτες ετέθησαν εκτός μάχης ενώ ο τέταρτος σαστισμένος εγκατέλειψε το όπλο του και το πηλήκιο του και βγήκε έξω από το σπίτι. Η πάλη συνεχίστηκε και έξω από την αυλή του σπιτιού. Εν τω μεταξύ ο Καλαϊτζης άρπαξε ένα μαχαίρι πάνω από το τραπέζι και εκεί που οι Άγγλοι αγωνίζονταν να τον πάρουν μαζί τους, δυο από αυτούς έπεφταν νεκροί κάτω από τα χτυπήματα του, ενώ άλλοι δυο τραυματίστηκαν σοβαρά. Εν τω μεταξύ είχαν μαζευτεί κι άλλοι στρατιώτες, πυροβόλησαν τον Καλαϊτζή και αυτός κατρακύλησε με το μαχαίρι στο χέρι μπροστά τη σύζυγο του.
Η δολοφονία του Ιάκωβου Χριστοδουλίδη:
Κατά την ημέρα της κηδεία τα Αγγλικά στρατεύματα έστησαν στους δρόμους μπλόκα για να εμποδίσουν τον κόσμο να παραστεί στην κηδεία του Καλαϊτζή. Ο ομαδάρχης της ΕΟΚΑ, Γιάννης Κολός, ειδοποίησε του κατοίκους της γύρω περιοχής μέσω συνδέσμων για την ώρα της κηδείας. Όπως μας διηγείται, πάνω από 3 χιλιάδες άτομα κρατώντας σημαίες και λάβαρα πήγαν στον Κάθικα δια μέσου των αγρών για να παραστούν στην κηδεία.
Οι Άγγλοι πανικόβλητοι από τον πολύ κόσμο δεν επέτρεψαν να γίνει η κηδεία μέχρις ότου φτάσουν κι άλλες ενισχύσεις. Η κηδεία έγινε κάτω από τις κάννες των όπλων των Άγγλωνστρατιωτών. Τον επικήδειο εκφώνησε ο τελειόφοιτος μαθητής του Γυμνασίου Πολεμίου, υπεύθυνος της Α.Ν.Ε., Ιάκωβος Χριστοδουλίδης, από τις Πάνω Αρόδες.
Μετά τη ταφή, ο Ιάκωβος, επικεφαλής της νεολαίας, ψάλλοντας εθνικά θούρια, κατευθύνεται μαζί με τους συμμαθητές του στο χωριό Π. Αρόδες. Οι Άγγλοι έστησαν καρτέρι στο δρόμο που συνδέει τον Κάθικα με τις Αρόδες. Ο Ιάκωβος αντελήφθη ότι το μπλόκο που έστησαν οι στρατιώτες ήταν για αυτόν. Ξεχωρίζει από τα άλλα παιδιά και προσπαθεί να δρασκελίσει ένα φράκτη για να ξεφύγει. Οι Άγγλοι στρατιώτες τον πυροβολούν και τον τραυματίζουν στο πόδι. Ο επικεφαλής Άγγλος αξιωματικός τον πλησιάζει και τον πυροβολεί στο κεφάλι, ενώ το παλληκάρι ήταν γονατισμένο με τα χέρια πάνω στο κεφάλι και καλούσε βοήθεια, όπως μαρτυρούν οι τότε συμμαθητές του που τον συνόδευαν. Ας σημειωθεί ότι τα Αγγλικά στρατεύματα κατοχής δεν επέτρεψαν σε άνδρες να θάψουν τον έφηβο μαθητή και τον συνόδευσαν μόνο γυναίκες μαζί με τον ιερέα του χωριού στη τελευταία του κατοικία.
Έτσι, οι δυο λεβέντες πιασμένοι χέρι χέρι μας άφησαν χρόνια για να ανέβουν τα σκαλοπάτια της λευτεριάς και να σμίξουν μαζί με τα αθάνατα και δοξασμένα παιδιά της Ελληνικής Κύπρου μας.