Ο συμπολίτης μας Μιχάλης Χατζηλουκας , πρώην πρόεδρος του Παμπαφιου Συλλόγου Αμερικής μίλα για τα τραγικά γεγονότα του 1974 , που τον σημάδεψαν για πάντα…
«Στις 15 Ιουλίου 1974 όλη η οικογένεια είμασταν στο μπαλκόνι του σπιτιού μας στην Πάφο, βλέπαμε τη θάλασσα και ακούγαμε ραδιόφωνο, όταν ξαφνικά στις 13.00 το μεσημέρι ακούστηκε το ιστορικό διάγγελμα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να λέει ότι είναι ζωντανός και να ξεσηκώνει το λαό κατά του πραξικοπήματος».
Αν και ήταν μόλις 6 ετών όταν έγινε η εισβολή, ο επιφανής ομογενής Μιχάλης Χατζηλούκας, λογιστής στην εταιρία EisnerAmper, πρώην πρόεδρος του συλλόγου Πανπάφιαν και πρώην πρόεδρος του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Νέας Ιερσέης, θυμάται και περιγράφει στο taxidromos24.com με άκρατη συγκίνηση και πόνο ψυχής τα τραγικά γεγονότα, τη δυστυχία, τη τραγωδία, το φόβο και τον πόνο στα ανθρώπινα μάτια.
«Μεγάλωσα», τονίζει, « στην Πάφο και έζησα την περίοδο του πραξικοπήματος και της εισβολής στην Κύπρο, όπως μπορεί να βιώσει ένα μικρό παιδί τη φρίκη του πολέμου.
Οι εικόνες του απόλυτου ξεριζωμού τόσων ανθρώπων που έχασαν τα πάντα, το βιός τους, τα σπίτια τους, τη ζωή τους, θα με συνοδεύουν για πάντα. Στην πρώτη εισβολή όταν άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες φύγαμε από το σπίτι και πήγαμε στο χωράφι του παππού στο χωριό Κονιά στην Πάφο.
Επί μέρες, από το πρωί μέχρι το βράδυ, κρυβόμασταν κάτω από μεγάλα δέντρα (τερατσιές). Εγώ, οι αδελφές μου Σύλβια, Νατάσα και ο αδελφός μου Λούκας, τρώγαμε ψωμί, χαλούμι και ελιές που έφερνε στο καλάθι η μάνα μας από τα χαράματα. Όλα τα χωράφια ήταν γεμάτα από φοβισμένες οικογένειες, τρομαγμένα μικρά παιδιά και ανήμπορους ηλικιωμένους.
Όποιος φορούσε κόκκινη φανέλα έπρεπε να τη βγάλει γιατί έδινε στόχο. Μόνο ο παππούς μου ο Μιχάλης ως ο πιο ηλικιωμένος μπορούσε να φύγει από τα χωράφια για να φέρει νερό.
Στη δεύτερη εισβολή, τον Αύγουστο, πήγαμε στο χωριό του πατέρα μου, στην Επισκοπή της Πάφου, το οποίο λόγω της γεωγραφικής του θέσης, βρίσκεται μεταξύ βουνών και δε φαίνεται από ψηλά, και μπορούσες να μείνεις σε σπίτι αντί σε χωράφι, χωρίς να φοβάσαι πολύ τους βομβαρδισμούς.
Θυμάμαι έντονα την αγωνία για τη τύχη των συγγενών μας. Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός και γυρνούσε σπίτι αργά το βράδυ, χωρίς να γνωρίζουμε κάθε φορά εάν είναι καλά ή όχι.
Στο στρατόπεδο κοντά στην Κερύνεια που υπηρετούσε ο θείος μου ο Δημητράκης, οι Έλληνες αξιωματικοί έμαθαν για τα σχέδια των Τούρκων μόλις μια εβδομάδα πριν την εισβολή και εγκατέλειψαν όλοι τη βάση, αφήνοντας μόνους τους Κύπριους στρατιώτες να την υπερασπιστούν.
Ο θείος μου για να γλυτώσει από τους Τούρκους περπάτησε μαζί με άλλον ένα στρατιώτη τα μονοπάτια των βοσκών και γύρισε στην Πάφο διανύοντας μια απόσταση 50 μιλιών. Για δυο εβδομάδες αγνοούνταν η τύχη του. Ο Ανδρέας Ιωάννου, σύζυγος της πρώτης μου ξαδέλφης, Μαρίας Αργυρού, ήταν 16 ετών όταν έγινε η εισβολή.
Τον συνέλαβαν οι Τούρκοι στο χωριό Γιαλούσα και τον μετέφεραν αιχμάλωτο στην περιοχή Άδανα στην Τουρκία.
Κάθε μέρα, επί δυο μήνες ζούσε με το φόβο του θανάτου, με το φαγητό του να είναι μια χούφτα ρεβίθια με σκουλήκια και ένα κομμάτι ψωμί.
Επίσης, με συγκίνηση και θαυμασμό θυμάμαι τον κ. Γιάννη, τον υπάλληλο του κάστρου της Κερύνειας. Τον γνώρισα το καλοκαίρι που εργάστηκα στο αρχαιολογικό τμήμα του κάστρου.
Όταν έγινε η εισβολή, ο Τούρκος συνάδελφος του κατέβασε την ελληνική σημαία και ανέβασε τη τουρκική, κοροϊδεύοντας, μάλιστα, τον κ. Γιάννη.
Εκείνος αγέρωχος του είπε: «Βλέπεις τη γαλανή θάλασσα, με λίγα άσπρα κύματα γίνεται η σημαία μου. Βλέπεις το γαλανό ουρανό, με λίγα άσπρα κύματα γίνεται η σημαία μου. Όσο υπάρχει θάλασσα και ουρανός, ότι και να κάνει εγώ θα βλέπω τη σημαία μου».
Κάτι άλλο που επίσης θυμάμαι έντονα ήταν μια οικογένεια Τούρκων που ζούσαν στην Πάφο. Ήταν καλοί άνθρωποι και καλοί οικογενειακοί μας φίλοι. Επί πολλά χρόνια βοηθούσαν τον πατέρα μου και τον παππού μου στα χωράφια μας.
Όταν έγινε η διχοτόμηση της Κύπρου και άρχισε η ανταλλαγή πληθυσμού έπρεπε να φύγουν για να πάνε στα κατεχόμενα.
Ο πατέρας μου παρόλο που μπορούσε να τους αποχαιρετήσει μόνος του ένιωθε την ανάγκη και τον σεβασμό να πάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια.
Ήταν μια πολύ συγκινητική και ανθρώπινη στιγμή μεταξύ ανθρώπων δυο χωρών σε εμπόλεμη κατάσταση που έστελναν μήνυμα ειρήνης και αγάπης. Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις που πολλές φορές λειτουργούν με γνώμονα το κακό, όπως έγινε με τη χρήση χωραφιών από την πλευρά της Τουρκίας.
Μετά τη διχοτόμηση του νησιού, τη γη που ανήκε σε Τούρκους, η κυπριακή κυβέρνηση την έδωσε προσωρινά έναντι μικρού ενοικίου στους Κύπριους που ήρθαν από τα κατεχόμενα για να συντηρούν και να καλλιεργούν τα χτήματα με την προϋπόθεση να τα δώσουν στους Τούρκους ιδιοκτήτες όταν κάποτε επιστρέψουν πίσω.
Αντίθετα η τουρκική πλευρά, έκανε μόνιμη κατάσχεση στα σπίτια και στα χωράφια των Κυπρίων.
Σε ερώτηση για τι προσδοκά για το μέλλον της Κύπρου, ο Μ. Χατζηλούκας, πιστεύει ότι από τη στιγμή που η πολιτική απέτυχε, η οικονομία και οι επενδύσεις είναι η μόνη επιλογή για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
«Κανένας Κύπριος», είπε, «δε ξεχνά τι έχει συμβεί και όλοι μαζί συνεχίζουμε τον αγώνα για την απελευθέρωση του νησιού μας και την αποκατάσταση της εδαφικής μας ακεραιότητας.
Το μεγάλο μας λάθος ήταν ότι επί εποχής Μακαρίου δώσαμε δυο στρατιωτικές βάσεις στην Αγγλία και καμία στην Αμερική. Εάν είχαμε δώσει μια βάση στην Αμερική, πιστεύω ότι η εισβολή θα είχε αποφευχθεί.
«Σήμερα αυτό που χρειάζεται η Κύπρος είναι επενδύσεις, οι οποίες μπορούν να φέρουν ενότητα και ειρήνη».
Εάν επενδυθούν αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια σε όλη την Κύπρο, μέσω της Ενέργειας, του Τουρισμού και άλλων τομέων τότε είναι φυσικό οι επενδυτές καιοι εταιρίες να θέλουν μια Κύπρο ενωμένη για να διαφυλάξουν και να προστατέψουν τα οικονομικά τους συμφέροντα.
Το χρήμα μπορεί να σταματήσει τη διαίρεση του νησιού, να δημιουργήσει ένα νέο κυπριακό κράτος με ενιαίο Εθνικό Ύμνο, όχι απαραίτητα ελληνικό ούτε τουρκικό, και ένα νέο Σύνταγμα.
Τέλος να σημειωθεί ότι ο Μ. Χατζηλούκας μετακόμισε για σπουδές στην Αμερική, μετά την απόλυση του από τον Κυπριακό στρατό.
Είναι παντρεμένος με την Κάθριν και έχουν δυο κόρες, τη Ρεβέκκα, 25 χρονών, και την Τζόσεφιν, 15 χρονών.