«Οίς ει ξυγχωρήσετε, και άλλα τι μείζον ευθύς επιταχθήσεσθε ως φόβω και τούτο υπακούσοντες».
(Εκείνοι εις τις απαιτήσεις των οποίων, θα ενδώσετε, ευθύς αμέσως θα σας διατάξουν να παραχωρήσετε περισσότερα, με την πεποίθηση ότι υπακούετε στις επιταγές τους λόγω φόβου) Θουκυδίδης Α 140.
Τρεις βασικές επισημάνεις του Θουκυδίδη αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής, διότι παραμένουν επίκαιρες και διαχρονικές. Πρώτον, εκείνος που ενδίδει θα υφίσταται συνεχώς πιέσεις για περισσότερες υποχωρήσεις. Δεύτερον, ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από τα σφάλματα, εις τα οποία υποπίπτει ένας λαός και όχι από τα σχέδια των εχθρών. Τρίτον, όσο προθυμότερος γίνεται κανείς για μια στρατηγική αποτροπής τόσο διστακτικότερος γίνεται ο εχθρός. Δεν χρειάζεται καν να αναφερθεί ότι στην Κύπρο ο Ελληνισμός παραβίασε και παραγνώρισε με τη μεγαλύτερη απρονοησία αυτές τις θεμελιακές επισημάνεις και ότι δια πράξεων και παραλείψεων επετράπη στην Τουρκία κατ’ εξακολούθηση και συνεχώς οξυνόμενη προκλητική, θρασεία και προπετή συμπεριφορά, η οποία συνεχώς αποδυναμώνει τις δυνάμεις αντίστασης του Ελληνισμού και ανοίγει τον δρόμο για την υλοποίηση των μακροπρόθεσμων στόχων της Άγκυρας.
Η τουρκική συμπεριφορά στις διαπραγματεύσεις το Κυπριακό για τέσσερις και πλέον δεκαετίες με την κλιμακούμενη αδιαλλαξία αλλά και η άρνηση της Τουρκίας, όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της προς την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως αυτές καθορίστηκαν από την Ε.Ε. είναι εξόχως αποκαλυπτική των προθέσεων. Η Τουρκία αισθάνεται ότι μπορεί να επιτυγχάνει συνεχώς νίκες χωρίς κανένα απολύτως κόστος.
Κορύφωση της τουρκικής προκλητικότητας αποτελεί η ακύρωση διενέργειας γεωτρήσεων στο θαλάσσιο τεμάχιο 3 της Κυπριακής ΑΟΖ από την Ιταλική ΕΝΙ, με την αποστολή τουρκικών πολεμικών πλοίων και τις συνεχιζόμενες απειλές για παρεμπόδιση του συνολικού ενεργειακού προγράμματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με παράλληλες προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και την απαγωγή και αιχμαλωσία δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο.
Είναι πρόδηλο ότι χρειάζεται επειγόντως μια συνολική επανεκτίμηση όλων των δεδομένων. Οι καιροί και η πολιτική συγκυρία απαιτούν αποφάσεις και πολιτικές αξιόπιστες που να εμπνεύσουν ξανά τη χαμένη αυτοπεποίθηση. Οφείλουμε, Κύπρος και Ελλάδα να καλύψουμε το χαμένο χρόνο. Να μιλήσουμε ξανά και κυρίως να εννοούμε μια πολιτική εθνικής στρατιωτικής στρατηγικής, αμυντικής επάρκειας, ικανότητας και κάλυψης του Ενιαίου Αμυντικού χώρου Ελλάδας – Κύπρου. Με στόχο τη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανακοπή των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων σε βάρος της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Υπάρχει όμως ένας επιπρόσθετος λόγος για την ισχυροποίηση της αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας – Κύπρου με επίκεντρο την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι φανερό ότι στην περιοχή μας διανοίγεται ένα τεχνολογικό, οικονομικό και στρατιωτικό χάσμα μεταξύ του τουρκικού πόλου και της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτή η κατάσταση αποτελεί μια προειδοποίηση για την ανάγκη των από μέρους μας κινήσεων, πρωτοβουλιών και πρακτικών μέτρων για την ενδυνάμωση τόσο του κυπριακού κράτους απέναντι στην κατοχική δύναμη όσο και για τη φυσική παρουσία της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο που θα εξασφαλίζει την αναγκαία εξισορρόπηση.
Ως εκ τούτου, η ανάγκη λήψης από μέρους μας εξισορροπητικών μέτρων για μια ορατή παρουσία της Ελλάδας είναι όρος και προϋπόθεση, για να μη συνθλιβούμε υπό το βάρος της καταθλιπτικής τουρκικής παρουσίας. Αυτή η αλήθεια δεν ισχύει μόνο όσο το Κυπριακό παραμένει άλυτο και όσο συνεχίζεται η τουρκική κατοχή. Θα ισχύει και μετά τη λύση του Κυπριακού, αν θέλουμε η Κύπρος να επιβιώσει ως κρατική οντότητα και ο Ελληνισμός να έχει διαχρονική παρουσία στην περιοχή. Όσοι δεν αντιλαμβάνονται αυτές τις απλές αλήθειες, που στηρίζονται στα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά δεδομένα που διαμορφώνονται στην περιοχή μας, βρίσκονται σε επικίνδυνη άγνοια και σε ασύγγνωστη πλάνη.
Άλλωστε, η περιβόητη αξιοποίηση της Κύπρου ως γεωστρατηγικού κόμβου, ως ακραίου φυλακίου και ως γέφυρας της Ε.Ε. προς τη Μέση Ανατολή και την Αφρική προϋποθέτει τη στοιχειώδη διαφύλαξη της κυριαρχίας του κυπριακού κράτους και την ύπαρξη του ως συντεταγμένης οντότητας ισχύος. Χωρίς αμυντική ισχύ, η Κύπρος αυτοαναιρείται και αυτοκαταργείται με αμφίβολη και τη δυνατότητα συμμετοχής της στα μελλοντικά προγράμματα ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας. Η εγκατάλειψη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Κύπρου – Ελλάδας, η ακύρωση των κοινών διακλαδικών ασκήσεων, όπως και η άτακτη υποχώρηση το 1998, της εισαγωγής και εγκατάστασης στην Κύπρο του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S 300, αποτέλεσαν μια ασυλλόγιστη άτακτη εθνική υποχώρηση, που αποδυνάμωσε καίρια την αποτρεπτική αμυντική ικανότητα της Κύπρου. Και αυτά δεν αναπληρώνονται με «τα ψεύτικα τα λόγια , τα μεγάλα».
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η σύλληψη και εξαγγελία του Δόγματος έγινε από τον Ανδρέα Παπανδρέου σε υλοποίηση της από του 1981 εξαγγελίας της πολιτικής του casus belli από του επίσημου βήματος της Βουλής των Ελλήνων. Η σύλληψη του Δόγματος ήταν απλή στην ουσία της, όπως απλό είναι κάθε τι το μεγάλο. Στηριζόταν στην ανάγκη μια ενιαίας αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Έτσι έγινε συνείδηση στο Έθνος ότι στην Κύπρο δίνεται η μάχη ολόκληρου του Ελληνισμού και πως αν η μάχη αυτή χαθεί, θα υπάρξει βαθύ ρήγμα και στην υπόλοιπη περίμετρο του Ελληνισμού.
Από την Ελλάδα ετέθη ως εθνική στρατιωτική στρατηγική η αμυντική επάρκεια, η ευέλικτη αντίδραση και η ικανότητα κάλυψης του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου. Για τις ανάγκες του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος είχαν διεξαχθεί κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στον αέρα, την ξηγά και τη θάλασσα, είχε αναβαθμιστεί ο επιχειρησιακός συντονισμός των δύο επιτελείων και συμπληρώθηκε ως ένα βαθμό η αναγκαία εκείνη υποδομή που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να συμπαραταχθεί στρατιωτικά με την Κύπρο.
Σε αυτό το πλαίσιο κατέστη επιχειρησιακά έτοιμη η αεροπορική βάση «Αντρέας Παπανδρέου» στην Πάφο. Τούτο πιστοποιήθηκε στο ανώτατο επίπεδο με επισκέψεις ανωτάτων επιτελών από την Ελλάδα με αποκορύφωμα την επιθεώρηση από τον τότε Αρχηγό ΓΕΕΘΑ πτέραρχο – και άρα ειδικό – Τζογάνη. Δεκάδες μαχητικά αεροσκάφη της ελληνικής αεροπορίας είχαν προσγειωθεί και απογειωθεί στη Βάση. Κατασκευάστηκε επίσης η Ναυτική Βάση. Στα πλαίσια του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και της κοινής μας αμυντικής συμπόρευσης – και όχι απλής συνεργασίας – με την Ελλάδα, θέσαμε ως στόχους των στρατηγικών επιλογών του Ελληνισμού, τη δημιουργία αισθήματος ασφάλειας του Κυπριακού Ελληνισμού, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανακοπή των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων σε βάρος της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Περαιτέρω το Δόγμα διακρίνεται ουσιωδώς από οποιαδήποτε συμφωνία στρατιωτικής και τεχνικής συνεργασίας, από το γεγονός ότι τα δύο επιτελεία, πάντα υπό την πολιτική ομπρέλα των δύο Υπουργείων Άμυνας, πρέπει να εκπονούν κοινά σχέδια που να ενιαιοποιούν τη διάταξη και τη συμπεριφορά των ενόπλων δυνάμεων σε καιρό ειρήνης και πολέμου.
Τέλος σημαντική επιλογή του Δόγματος αποτελούσε η στρατηγική της αποτροπής. Στην αμυντική της πτυχή, η στρατηγική της αποτροπής στοχεύει στο να συνειδητοποιήσει η Τουρκία ότι οι ζημιές που θα υποστεί (στρατιωτικές, οικονομικές, διπλωματικές) από ενδεχόμενη επίθεση εναντίον στόχων στην Κύπρο ή αλλού, θα είναι πολύ μεγαλύτερες από τυχόν οφέλη. Στην ενεργητική της μορφή η αποτροπή αποβλέπει στο να ανατρέψουμε τα δυσμενή για μας δεδομένα με στόχο την απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων. Εκ των πραγμάτων, για το στόχο αυτό τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν είναι λιγότερο στρατιωτικά, για προφανείς λόγους και περισσότερο τα διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά, ψυχολογικά και άλλα.
Η στρατηγική της αποτροπής, από την ελάχιστη αξία που θα είχε αν μετείχε μόνο η Κύπρος με τις περιορισμένες δυνάμεις της, αποκτά μέγιστη αξία με τη συμμετοχή της Ελλάδας, η οποία έχει μικρότερες μεν δυνάμεις από την Τουρκία, αλλά πολύ υπολογίσιμες. Είναι γι’ αυτό που η διακήρυξη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού χώρου θα έπρεπε να εξακολουθεί να αποτελεί κορυφαία επιλογή στρατηγικής του Ελληνισμού και θα έπρεπε να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Όχι μόνο με το να μην σπέρνουμε πολιτικές αμφιβολίες γύρω από το Δόγμα αλλά και με το να του προσδώσουμε τέτοια υποδομή, οργάνωση και συντονισμό ώστε να καταστεί, στο μέγιστο βαθμό, αποτελεσματικό τη δεδομένη στιγμή.
Καθήκον μας η οριστική αποδέσμευση μας από ψυχώσεις και σύνδρομα εθνικής μειονεξίας. Η εθνική αυτοπεποίθηση μακριά και από σωβινισμούς και από ηττοπαθείς αντιλήψεις μέσα από μια διαδικασία δυναμικής αφύπνισης. Η απόρριψη παγίδευσης μας σε ένα μόνιμο ιστορικό περιθώριο, με ρεαλιστική εκτίμηση των δεδομένων και με δημιουργική αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων.
Ασφαλώς, στο μεταδιπολικό κόσμο η πολιτική των σύνθετων πολιτικών και διπλωματικών σχεδιασμών είναι επιβεβλημένη. Πιο επιβεβλημένη όμως είναι η ανάπτυξη της πολιτικής της μεγαλύτερης ισχύος στην ευρύτατη και πολυδιάστατη της έννοια.
Η δε στρατηγική της αποτροπής όρος, κυριολεκτικά, επιβίωσης του Ελληνισμού.
Γιαννάκης Λ. Ομήρου
Τέως Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
και πρώην Υπουργός Άμυνας»