Δεν χρειάζεται κανείς να φθείρει τις σόλες των παπουτσιών του στο περπάτημα για να έχει όφελος στην υγεία του. Ακόμη και δύο ώρες το πολύ την εβδομάδα αν περπατά κανείς, πάλι θα έχει μικρότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη.
Οι ειδικοί συνιστούν να ασκείται κανείς τουλάχιστον 150 λεπτά (2,5 ώρες) την εβδομάδα με μέτρια ένταση ή 75 λεπτά με μεγάλη ένταση. Η νέα έρευνα δείχνει ότι ακόμη και λιγότερο χρόνο να αφιερώνει κανείς στο περπάτημα, δεν θα πάει καθόλου χαμένος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα ‘Αλπα Πατέλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό προληπτικής ιατρικής “American Journal of Preventive Medicine”, μελέτησαν στοιχεία για περίπου 140.000 ανθρώπους. Από αυτούς, το 95% περπατούσαν λιγότερο ή περισσότερο (το 5% σχεδόν καθόλου), ενώ σχεδόν οι μισοί χρησιμοποιούσαν το περπάτημα ως τη μόνη τους άσκηση.
Λαμβάνοντας υπόψη άλλους παράγοντες κινδύνου (κάπνισμα, παχυσαρκία κ.α.), η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμη και λιγότερες από δύο ώρες περπάτημα μέσα στην εβδομάδα σχετίζονται με μειωμένη θνησιμότητα από οποιαδήποτε αιτία, σε σχέση με καθόλου περπάτημα.
Mε 2,5 έως 5 ώρες περπάτημα την εβδομάδα, χωρίς άλλη άσκηση, ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου ήταν μειωμένος κατά 20% κατά μέσο όρο.
Το όφελος για όσους μόνο περπατούν ως άσκηση είναι μεγαλύτερο, όσον αφορά την πιθανότητα πρόωρου θανάτου από παθήσεις των πνευμόνων. Ο κίνδυνος αυτός είναι μειωμένος κατά 35% για όσους περπατούν πάνω από έξι ώρες την εβδομάδα (χωρίς άλλη άσκηση). Ο κίνδυνος είναι επίσης μειωμένος κατά περίπου 20% για τον πρόωρο θάνατο από καρδιαγγειακά αίτια και κατά 9% από καρκίνο.
«Το περπάτημα είναι η τέλεια άσκηση, γιατί είναι απλή, δωρεάν, βολική, δεν απαιτεί ειδικό εξοπλισμό ή εκπαίδευση και μπορεί να την κάνει κανείς ανεξαρτήτως ηλικίας», δήλωσε η δρ Πατέλ και τόνισε ότι, ιδίως καθώς γερνάει ο πληθυσμός, το τακτικό περπάτημα μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη δημόσια υγεία, αν γίνει συνήθεια στους περισσότερους ανθρώπους.
Προηγούμενες μελέτες έχουν συσχετίσει το περπάτημα με μειωμένο κίνδυνο για καρδιοπάθεια, διαβήτη, καρκίνο κ.α.