Η Ένωση Κυπρίων Συνταξιούχων (ΕΚΥΣΥ) υποστηρίζει ότι από το 2013 μέχρι σήμερα το βιοτικό επίπεδο των ηλικιωμένων, ιδιαίτερα των χαμηλοσυνταξιούχων, έχει πληγεί πέραν από το 30%.
Σε ανακοίνωσή της, η ΕΚΥΣΥ θεωρεί ότι «αυτοί που προσπαθούν να κάμουν το μαύρο-άσπρο και προσπαθούν να πείσουν τους συνταξιούχους λέγοντας ότι με τις αποφάσεις τους δεν έπληξαν το βιοτικό τους επίπεδο δεν λένε την αλήθεια».
Συγκεκριμένα υποστηρίζει πως «σε 25.000 χαμηλοσυνταξιούχους περίπου έχει αποκοπεί η μικρή συμπληρωματική επιταγή που παραχωρείται από το σχέδιο ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων» και προσθέτει ότι «ακόμα και σήμερα η κυβέρνηση αρνείται να τροποποιήσει το νόμο για το ΕΕΕ, ώστε να μπορούν οι χαμηλοσυνταξιούχοι να υποβάλουν αίτηση, για να εμποδιστούν στην ουσία να επανακτήσουν το δικαίωμα τους αυτοί που έχουν πραγματικά ανάγκη τη στήριξη του κράτους».
Επίσης, αναφέρει πως το πασχαλινό επίδομα, λόγω των κριτηρίων που έθεσε η κυβέρνηση από το 2013, έχει σχεδόν καταργηθεί για την πλειοψηφία των χαμηλοσυνταξιούχων, ιδιαίτερα των νοικοκυριών με δύο άτομα.
«Από τις 70.000 περίπου χαμηλοσυνταξιούχους που δικαιούνταν πασχαλινό επίδομα το 2012, σήμερα μόνο οι 13.000 περίπου το δικαιούνται και είναι δραστικά μειωμένο», σημειώνει η ΕΚΥΣΥ.
Για τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αναφέρει πως καταργήθηκε «και όλοι οι συνταξιούχοι από το καλοκαίρι του 2013 πληρώνουν, ενώ τα νοσοκομεία αφέθηκαν από τη σημερινή κυβέρνηση να γονατίσουν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξυπηρετούν τους ηλικιωμένους οι οποίοι περιμένουν χρόνια στις λίστες αναμονής για μια εξέταση ή εγχείρηση, συνεχίζοντας να υποφέρουν, κάποιοι δε μη αντέχοντας να περιμένουν έφυγαν από τη ζωή».
Επιπλέον, προσθέτει ότι «από τον Ιούνιο του 2013 καταργήθηκε η δωρεάν μεταφορά με τα λεωφορεία και τώρα προεκλογικά έχει ανακοινωθεί ότι θα δοθεί το δικαίωμα για δωρεάν μεταφορά στο 25% των συνταξιούχων», για να σημειώσει πως «λόγω της αλλαγής των κριτηρίων από τη κυβέρνηση για παροχή φροντίδας, ηλικιωμένοι που πριν δικαιούνταν φροντίδα, τα τελευταία χρόνια έχασαν αυτό το δικαίωμα, με αποτέλεσμα να μένουν αβοήθητοι, ενώ την ίδια στιγμή μειώθηκαν τα ποσά που δίνονται για το σκοπό αυτό».